Γράφει η Δήμητρα Μανιφάβα
Βιομηχανία πετρελαίου και πλαστικών, καθώς και οι μεταφορές αποδείχθηκαν οι πιο ανταγωνιστικοί κλάδοι στα χρόνια της κρίσης. Δίπλα σε αυτούς βρίσκονται ακόμη τέσσερις κλάδοι που παρουσιάζουν υψηλή δυναμική και σε περίπτωση ανάκαμψης της εσωτερικής ζήτησης κατά 10% θεωρείται εφικτό να ξεπεράσουν τις ευρωπαϊκές επιδόσεις σε όρους δείκτη λειτουργικού (ROA). Πρόκειται για τη βιομηχανία τροφίμων, τη βιομηχανία ποτών, την τσιμεντοβιομηχανία και φυσικά τον ξενοδοχειακό κλάδο. Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Επιχειρηματικότητα, η οποία όπως επισημαίνεται στη μελέτη, συρρικνώθηκε την περίοδο 2008 – 2016 κατά 28% σε όρους κύκλου εργασιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι παρά τις κατά καιρούς επισημάνσεις ότι το παραγωγικό μοντέλο στην Ελλάδα παραμένει το ίδιο και το πάθημα της κρίσης δεν έγινε μάθημα, από τα στοιχεία προκύπτει πως είναι μάλλον η μισή αλήθεια. «Ενώ δεν διενεργήθηκε ευρεία αναδιάρθρωση στην κατανομή πωλήσεων του τομέα (με το εμπόριο να συνεχίζει να καλύπτει σχεδόν το ½, έναντι περίπου 1 /3 στην Ευρωπαϊκή Ένωση), σε όρους πηγών κερδοφορίας η στροφή προς τους εμπορεύσιμους τομείς είναι εμφανής – με τις εξωστρεφείς υπηρεσίες των ξενοδοχείων και των μεταφορών να καλύπτουν το 18% της συνολικής λειτουργικής κερδοφορίας το 2016 (από 10% το 2008) και τη βιομηχανία (με αιχμή το πετρέλαιο) να καλύπτει το 31% της λειτουργικής κερδοφορίας το 2016 (από 24% το 2008)», τονίζεται στη μελέτη της ΕΤΕ, ενώ λίγο πιο κάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αντικατοπτρίστηκε στους βασικούς δείκτες επίδοσης του εταιρικού τομέα, με αποτέλεσμα ο δείκτης Λειτουργικού ROA (ως κριτήριο αποτελεσματικότητας) να έχει απόκλιση 3 ποσοστιαίων μονάδων από την ΕΕ το 2016 (από μία πιο ισορροπημένη κατάσταση προ κρίσης). Ωστόσο, αυτή η εικόνα αποκρύπτει τη βελτιωμένη αποτελεσματικότητα που έχουν επιτύχει οι ελληνικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης (η οποία δεν είναι ακόμα εμφανής λόγω του συμπιεσμένου επιπέδου εσωτερικής ζήτησης). Συγκεκριμένα, τo μεικτό περιθώριο κέρδους έχει βελτιωθεί σημαντικά (όντας πλέον οριακά καλύτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου), ενώ παράλληλα το ποσοστό του κύκλου εργασιών που πωλείται με πίστωση έχει μειωθεί σημαντικά (προσεγγίζοντας σταδιακά τα ευρωπαϊκά δεδομένα συναλλακτικού κυκλώματος)».
Ως προς τη δομή της η ελληνική επιχειρηματικότητα συνεχίζει να κυριαρχείται από τις μικρές επιχειρήσεις και από το λιανεμπόριο. Ειδικότερα, οι μικρές επιχειρήσεις συνεχίζουν να καλύπτουν πάνω από το 50% των επιχειρηματικών πωλήσεων (έναντι 37% που είναι ο κοινοτικός μέσος όρος) ενώ το μερίδιο των μεγάλων επιχειρήσεων είναι 28% (έναντι 43% κοινοτικού μέσου όρου).
Το 20% των επιχειρηματικών πωλήσεων στην Ελλάδα προέρχεται από το λιανεμπόριο (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι κατά μέσο όρο 10%) ενώ η βιομηχανία πλην πετρελαίου παραμένει στο χαμηλό 18% (έναντι 26% στην ΕΕ). Εξαίρεση αποτελεί η αύξηση του μεριδίου εξωστρεφών υπηρεσιών, όπως είναι οι μεταφορές και ο τουρισμός, που κάλυπταν το 2016 το 8% των πωλήσεων από 6% το 2008, ποσοστό που βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό διαχρονικό μέσο όρο.
Σε όρους, ωστόσο, λειτουργικών κερδών παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με την προ κρίσης εποχής. Ειδικότερα, το ποσοστό που καλύπτουν οι εξωστρεφείς υπηρεσίες (ξενοδοχεία και μεταφορές) εκτοξεύθηκε στο 18% το 2016 από 10% το 2008 (ποσοστό που ήταν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο). Παράλληλα, ενώ σταθερά υψηλή παραμένει η συνεισφορά του χονδρικού εμπορίου στη λειτουργική κερδοφορία του ελληνικού επιχειρηματικού τομέα (18% έναντι 13% μέσου όρου στην ΕΕ), η συνεισφορά του λιανικού εμπορίου περιορίστηκε σε επίπεδο ανάλογο του ευρωπαϊκού (4% το 2016 από 10% το 2008). Η βιομηχανία, με αιχμή το πετρέλαιο, αύξησε τη συνεισφορά της κοντά στα δεδομένα της ΕΕ (31% το 2016 από 24% το 2008), ενισχύοντας περαιτέρω τη στροφή σε εμπορεύσιμους τομείς σε όρους κερδοφορίας.
Οι παραπάνω μετατοπίσεις στα λειτουργικά κέρδη δεν βρίσκουν ακόμη αναλογία στα κεφάλαια. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μελέτη της ΕΤΕ παρά την ανακατανομή σε όρους κερδών, τα κεφάλαια που απασχολούνται στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα (όπως εκτιμώνται από τα στοιχεία ενεργητικού των επιχειρήσεων) παραμένουν σε μεγάλο βαθμό κατανεμημένα βάσει δομής κερδοφορίας προ κρίσης. Ειδικότερα, το λιανικό εμπόριο απασχολεί το 13% των κεφαλαίων ενώ παράγει πλέον το 4% των λειτουργικών κερδών, αντίθετα η βιομηχανία απασχολεί το 26% των κεφαλαίων ενώ παράγει το 31% των κερδών. Η αύξηση μεριδίου των κεφαλαίων που απασχολούνται σε τομείς εμπορεύσιμων υπηρεσιών (16% το 2016 από 13% το 2008), αν και προς τη σωστή κατεύθυνση, συνεχίζει να υπολείπεται του αντίστοιχου μεριδίου σε όρους κερδοφορίας (18% το 2016). Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν από την ανάλυση βάσει διάρθρωσης μεγεθών. Ενώ οι μεγάλες και οι μεσαίες επιχειρήσεις παράγουν πλέον το 59% των λειτουργικών κερδών (προσεγγίζοντας τα ευρωπαϊκά δεδομένα), συνεχίζουν να απασχολούν το 44% των κεφαλαίων του ελληνικού επιχειρηματικού τομέα (και το 41% των ενσώματων παγίων κεφαλαίων).
Οι αναλυτές της ΕΤΕ εκτιμούν ότι αυτή η αναντιστοιχία θα μετριασθεί πρώτον, με την ενεργητική διαχείριση του ζητήματος των προβληματικών δανείων και επομένως τη μη συντήρηση των μη υγιών επιχειρήσεων και δεύτερον με τη σταδιακή διοχέτευση αυξανόμενων ροών χρηματοδότησης στις κερδοφόρες επιχειρήσεις.