Για άλλη μια χρονιά «αναιμικής» ανάπτυξης προειδοποιεί η PriceWaterhouseCoopers, στην περίπτωση που δεν επιταχυνθούν οι επενδύσεις, μέσω προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων και απεγκλωβισμού σειράς μεγάλων έργων, που παραμένουν στα χαρτιά.
Με αφορμή την ετήσια έκθεση για τις «εξαγορές και συγχωνεύσεις στην Ελλάδα» η μεγαλύτερη, διεθνώς, εταιρεία ελεγκτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών παρέθεσε τις εκτιμήσεις για τις μακροοικονομικές εξελίξεις, σημειώνοντας ότι, παρά την βελτίωση του κλίματος, οι κύριοι οικονομικοί οδηγοί παραμένουν ασθενείς.
Η κατανάλωση, που αποτέλεσε την «ατμομηχανή» του οικονομικού μοντέλου, το οποίο «κατέρρευσε» το 2009, συνεχίζει να συμπιέζεται, καθώς τα διαθέσιμα εισοδήματα πλήττονται από την υψηλή φορολογία, ενώ την ίδια στιγμή η χώρα δεν έχει προσανατολισθεί σε ένα νέο μοντέλο, με έμφαση στην παραγωγή και στην καινοτομία. Κατά την τελευταία δεκαετία τα επίπεδα της κατανάλωσης έχουν μειωθεί κατά περίπου 40 δισ. ευρώ, εξέλιξη που ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για το μέγεθος της κρίσης.
Την ίδια στιγμή οι επενδύσεις παραμένουν καθηλωμένες σε χαμηλά επίπεδα. Πέρσι, κυμάνθηκαν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της PwC, κοντά στα 20 δις ευρώ, επίπεδα αντίστοιχα με αυτά του 2016. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ διαμορφώνεται στα επίπεδα του 12%, πολύ χαμηλότερα από το μέσο ευρωπαικό όρο, αλλά και τις προ κρίσης επιδόσεις της χώρας ( σ.σ είχε φθάσει, το 2008, στο 30%).
Η εταιρεία εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει «αναιμική» και φέτος, με το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό χαμηλότερο του 2%, αν δεν επιταχυνθούν οι επενδύσεις. Πριν από ένα χρόνο η PwC είχε εκτιμήσει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί το 2017 κατά 1% με 1,5%, εκτίμηση που δικαιώθηκε από τις εξελίξεις.
Η «συνταγή» για να αποτραπεί η παραπάνω εξέλιξη είναι να ξεμπλοκάρουν μεγάλες επενδύσεις, όπως το Ελληνικό, και να προχωρήσουν, κατά προτεραιότητα, έργα υποδομών σε στρατηγικούς για την οικονομία κλάδους.
Μόλις πριν από μερικές ημέρες ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φ. Καραβίας δήλωσε ότι απαιτείται εστίαση των έργων υποδομής σε κλάδους, στους οποίους η χώρα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η ενέργεια, τα logistics και ο τουρισμός. Έτσι θα καταστεί δυνατόν η χώρα να προσελκύσει διεθνές ενδιαφέρον για επενδύσεις, ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ.
Βοηθητικό ρόλο στην προσέλκυση επενδύσεων θα είχε και ενδεχόμενη επιτάχυνση στις αναδιαρθρώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων από τις τράπεζες, η μείωση της γραφειοκρατίας και η εισαγωγή ενός σταθερού φορολογικού συστήματος με σταδιακή μείωση των συντελεστών.
Οι κίνδυνοι
Σύμφωνα με την PwC οι αγορές έχουν, ήδη, προεξοφλήσει την πολιτική σταθερότητα και οποιεσδήποτε εξελίξεις προς την αντίθετη κατεύθυνση θα προκαλέσουν αρνητική επίδραση στο κλίμα και στις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Ανασχετικά στη δυναμική θα λειτουργήσει ενδεχόμενη εμπλοκή στην ομαλή έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα.
Η χώρα, υποστηρίζει η PwC, μπορεί να κλείσει την αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος μόνο μέσω μιας συμφωνίας εξόδου από το πρόγραμμα που θα έχει ως προϋποθέσεις την αναπροσαρμογή του χρέους της και τη δυνητική χρηματοδότησή της, με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις και συνεχιζόμενη παρακολούθηση.
Η επιμήκυνση του χρέους και τα μέτρα ανακούφισής του, μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εφόσον επιτευχθεί βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, προειδοποιεί η εταιρεία, ενώ σημειώνει ότι το αποτέλεσμα του stress test ενδέχεται να έχει κάποια επίδραση στην τελική μορφοποίηση της συμφωνίας για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα.
Τέλος, η PwC επισημαίνει, για άλλη μια χρονιά, ότι τα δομικά προβλήματα του κράτους (δημοσιονομικά και λειτουργικά) παραμένουν, παρά τα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως και η περιορισμένη ρευστότητα, λόγω και των capital controls