Σε έναν απολογισμό των Μνημονίων "ώστε να διακριβωθούν οι αλλαγές που έχουν επέλθει στη δομή της οικονομίας", προχωρά ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα.
Όπως αναφέρει, "με την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018, έχει έρθει η ώρα να γίνει ένας απολογισμός των Μνημονίων ώστε να διακριβωθούν οι αλλαγές που έχουν επέλθει στη δομή της οικονομίας, να αποτυπωθούν τα ζητήματα που έχουν ανακύψει, και παραμένουν ανοιχτά, από το υφεσιακό μίγμα πολιτικής που μας κληροδότησε η αναποτελεσματική εφαρμογή των προγραμμάτων ιδιαίτερα στο διαρθρωτικό τους σκέλος σε συνδυασμό με ορισμένες προβλέψεις που ήταν προς λάθος κατεύθυνση, και να καταγραφούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στο επόμενο διάστημα όσον αφορά στη χάραξη και υλοποίηση μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Καταρχάς, η Ελλάδα παραμένει δέσμια της εξυπηρέτησης ενός υψηλού δημοσίου χρέους, που, ακόμη κι αν αναδιαρθρωθεί επί τω ευνοϊκότερω ως προς την εξυπηρέτησή του, επιβάλλει την απαρέγκλιτη προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία, σε μόνιμη βάση.
Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στους επιμέρους τομείς, η απόσταση που χωρίζει ακόμη την Ελλάδα από την Ε.Ε. των 28 σε πολλούς τομείς παραμένει μεγάλη. Οι κακοί θεσμοί, η χαμηλή ποιότητα διακυβέρνησης και διοίκησης του κράτους και το μίγμα πολιτικής δεν ευνοούν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, τη μεγέθυνση και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων. Η δομή του παραγωγικού προτύπου παρουσιάζει ανισορροπίες, με περιορισμένη παρουσία επιχειρήσεων στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και χαμηλές επενδύσεις. Το εργατικό δυναμικό κατά κανόνα απασχολείται στους τομείς των υπηρεσιών με σχετικά χαμηλές αποδοχές.
Τα αποτελέσματα όλων των ανωτέρω είναι η οικονομία να είναι ακόμη εξαρτώμενη από την κατανάλωση και τις εισαγωγές χωρίς σημαντική βελτίωση στους τομείς αυτούς τα τελευταία 8 χρόνια.
Τα τρία μεγαλύτερα προβλήματα που μας κληροδότησαν τα Μνημόνια είναι η υπερφορολόγηση της οικονομίας, η ακριβή τραπεζική χρηματοδότηση και η υψηλή διαρθρωτική ανεργία.
Επιπροσθέτως, οι τρεις κυριότερες προκλήσεις που δεν έχουν επιλυθεί κατά τη διάρκεια των μνημονίων και αντιμετωπίζει η χώρα μας καθώς οδεύει προς την έξοδο από το 3ο πρόγραμμα, είναι η αναβάθμιση του συστήματος εκπαίδευσης/κατάρτισης, την ώρα μάλιστα που παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της γήρανσης του πληθυσμού, και, τέλος, η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Το πρόβλημα της υπερφορολόγησης των συνεπών φορολογούμενων και των οργανωμένων επιχειρήσεων θα διαιωνίζεται όσο το δημόσιο αδυνατεί να αυξήσει την παραγωγικότητά του, ώστε να μειωθούν οι λειτουργικές του δαπάνες χωρίς μείωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, και όσο δεν υιοθετείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αυτό θα απαιτούσε τη μείωση φορολογικών συντελεστών, την παροχή κινήτρων μέσω επιστροφής φόρων που επιβαρύνουν τον καταναλωτή όταν ζητά απόδειξη από ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς και ηλεκτρονικοποίηση όλων των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων, κράτους και καταναλωτών.
Το πρόβλημα στις τράπεζες θα τείνει να παρατείνεται όσο οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων εμποδίζονται από ανεπαρκείς ρυθμίσεις στο πτωχευτικό και προ-πτωχευτικό δίκαιο, και όσο οι πλειστηριασμοί ακινήτων που κατέχουν οι τράπεζες ως εγγυήσεις για τη χορήγηση δανείων και το σύστημα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων δεν αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα διεκπεραίωσης υποθέσεων, ώστε να μειωθεί το υψηλό απόθεμα δανείων σε καθυστέρηση.
Το πρόβλημα της διαρθρωτικής ανεργίας θα διογκώνεται όσο δεν προχωρεί ο μετασχηματισμός του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς ανταγωνιστικές δραστηριότητες και δεν γίνονται οι αντίστοιχες επενδύσεις, καθώς δεν διασφαλίζονται συνθήκες κερδοφορίας και προσφοράς δεξιοτήτων, εφάμιλλες με εκείνες στο εξωτερικό.
Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζεται μια μακροχρόνια αναπτυξιακή στρατηγική που, μεταξύ άλλων, να στοχεύει στη ριζική αναβάθμιση του συστήματος εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης και επανακατάρτισης προς απόκτηση δεξιοτήτων που αυξάνουν την απασχολησιμότητα των εργαζομένων σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας, ώστε να αποκτήσει η χώρα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, στην προσέλκυση επενδύσεων σε μια ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, όπου η κινητικότητα των εξειδικευμένων εργαζομένων θα ενταθεί, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων και νεωτερισμών στο παραγωγικό πρότυπο, την εισαγωγή συστήματος μαθητείας νέων στις επιχειρήσεις, την ολοκληρωμένη προετοιμασία της οικονομίας και της κοινωνίας για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της παραγωγικής διαδικασίας, την προσέλκυση νέων, γυναικών και ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας, κ.ο.κ.
Αυτά είναι και τα θέματα που θα πρέπει να απασχολούν τους κοινωνικούς εταίρους, και όχι η επαναφορά των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν προ κρίσης, συμπεριλαμβανομένων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, που ο καθορισμός του πρέπει να αποσυνδεθεί από το μηχανισμό μισθολογικών αναπροσαρμογών στις επιχειρήσεις.
Η οικονομία χρειάζεται εργασιακές σχέσεις που να στηρίζουν την απασχόληση και τα εισοδήματα των εργαζομένων μέσω της διαφύλαξης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων".