Η υφυπουργός Οικονομικών, Κατερίνα Παπανάτσιου, μιλώντας σε ημερίδα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με θέμα "Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων" τόνισε ότι μέσα στο επόμενο διάστημα αναμένεται η υπογραφή κοινής υπουργικής απόφασης με την οποία θα ορίζονται οι όροι, οι διαδικασίες και τα δικαιολογητικά για τη ρύθμιση οφειλών προς εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία ύψους άνω των 50.000 ευρώ.
Όπως είπε συγκεκριμένα: "Στο επόμενο διάστημα ευελπιστούμε να προχωρήσουμε στην έκδοση της υπουργικής απόφασης που θα ορίζει τη διαδικασία και τους όρους για τις οφειλές που ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ. Προφανώς για την κατηγορία 50.000-250.000 ευρώ η υποβολή πρότασης ρύθμισης από το Δημόσιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και κάποια συμπληρωματικά κριτήρια συγκριτικά με αυτά της κατηγορίας έως 50.000 ευρώ, ενώ για την κατηγορία άνω των 250.000 ευρώ εκτιμούμε ότι θα πρέπει να προσκομίζεται από τον οφειλέτη μια αξιολόγηση βιωσιμότητας και ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης".
Αναλυτικά η ομιλία της κας Παπανάτσιου:
Οι πολιτικές επιλογές της περιόδου 2009-2014 για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της χώρας μετέτρεψαν ένα πρόβλημα χρηματοδότησης και υπερχρέωσης του δημοσίου τομέα σε μια βαθιά ύφεση. Η οικονομία κατέρρευσε κατά σχεδόν 30% σε διάστημα μόλις πέντε ετών, κάτι που είναι πρωτόγνωρο για περίοδο ειρήνης, και η ανεργία εκτινάχτηκε πάνω από το 25%.
Με τις δικές μας πολιτικές σταθεροποιήσαμε την οικονομία και αποτρέψαμε την κοινωνική καταστροφή. Η χώρα έχει επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης – περίπου 1,5% το 2017 και πρόβλεψη για περίπου 2,5% το 2018 και 2019. Ωστόσο οι ρυθμοί αυτοί θα πρέπει να γίνουν ακόμη ταχύτεροι ώστε ανακτήσουμε το έδαφος από την χαμένη πενταετία.
Κληρονομιά αυτής της χαμένης πενταετίας και αυτής της μεγάλης ύφεσης είναι η εκτίναξη των "κόκκινων δανείων" προς τις τράπεζες και των οφειλών ιδιωτών προς το Δημόσιο. Αυτό το βάρος του παρελθόντος βάζει φρένο στην ανάπτυξη του μέλλοντος και αυτό το πρόβλημα επιχειρεί να διαχειριστεί ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό. ώστε να προχωρήσουμε μπροστά με ταχύτερο βήμα.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο εξωδικαστικός συμβιβασμός είναι μια διαδικασία που βασικός στόχος είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε μια επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί, εφόσον είναι βιώσιμη, και μετά τη λύση που θα βρεθεί. Δεν είναι μια γενική διαδικασία "κουρέματος" ή ρύθμισης χρεών, και ακόμη περισσότερο δεν είναι και μια διαδικασία για να ευνοηθούν οι "στρατηγικοί κακοπληρωτές", δηλαδή αυτοί που μπορούν αλλά επιλέγουν να μην πληρώσουν τα χρέη τους προς τις τράπεζες ή το Δημόσιο. Συνεπώς υπάρχει αξιολόγηση της ικανότητας του οφειλέτη να πληρώσει με βάση τα εισοδήματα, την περιουσία του και άλλα οικονομικά χαρακτηριστικά. Και πάντα λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον.
Το πνεύμα και το γράμμα του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό είναι να μπορέσουν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους επιχειρήσεις και επαγγελματίες οι οποίοι έχουν γονατίσει από τα χρέη αλλά θα μπορούσαν να συνεχίσουν να δουλεύουν και να παράγουν, αν το βάρος αυτό ήταν μικρότερο ή κατανεμημένο καλύτερα σε βάθος χρόνου. Για αυτό ακριβώς η βιωσιμότητα της δραστηριότητας είναι προϋπόθεση για την ένταξη σε αυτή τη ρύθμιση και για αυτό η ρύθμιση αφορά μόνο επιχειρήσεις και επαγγελματίες και όχι φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν τέτοια δραστηριότητα ή όσους έχουν διακόψει πλέον τη δραστηριότητα που είχαν.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να συγχέουμε τις δόσεις του νόμου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις 100 δόσεις ή τις 12 έως 24 δόσεις που ισχύουν για όλους, ανεξαρτήτως άλλων κριτηρίων και ανεξαρτήτως αν έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα ή όχι. Το αίτημα που μεταφέρεται από τους συλλογικούς φορείς και τα μέσα ενημέρωσης για αύξηση αυτών των δόσεων αφορά ένα τελείως ξεχωριστό πρόβλημα. Και αυτό είναι ένα μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί και αναζητούμε λύση αλλά είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να δούμε σε επόμενη φάση. Θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί ή έστω να έχει προχωρήσει σε πολύ ώριμο στάδιο η διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Ας δούμε πώς εξελίσσεται η κατάσταση στο δικό μου κομμάτι, στις οφειλές ιδιωτών προς το Δημόσιο. Όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο, σε σχέση με την εικόνα που δημιουργείται από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης, η πραγματικότητα είναι ότι η κατάσταση σταδιακά βελτιώνεται. Η μεγάλη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών έγινε στην περίοδο μέχρι το 2014. Ο ρυθμός αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει περιοριστεί, ενώ από την άλλη πλευρά καταγράφεται σημαντική αύξηση των εισπράξεων έναντι ληξιπρόθεσμων οφειλών το 2015, το 2016 και το 2017 έναντι του 2014. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 11,7 δισ. ευρώ το 2014, 11,1 δισ. ευρώ το 2015, κατά 7,5 δισ. ευρώ το 2016 και κατά 6 δισ. ευρώ το 2017. Δηλαδή ο ρυθμός αύξησης των οφειλών έπεσε στο μισό μεταξύ του 2014 και του 2017. Και μάλιστα στα ποσά των τελευταίων ετών συμπεριλαμβάνονται και οι ρυθμισμένες οφειλές 762.000 φορολογούμενων που είναι 4,5 δισ. ευρώ.
Τα 100 δισ. ευρώ, που αναφέρονται συνεχώς από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης, είναι το σύνολο των οφειλών που υπάρχουν από τα βάθη του χρόνου, μεταφέρονται από έτος σε έτος ακόμη και στις περιπτώσεις που θεωρείται απίθανο να εξοφληθούν και δημιουργούν μια πλασματική εικόνα της κατάστασης. Κατά κανόνα οι οφειλές δεν μπορούν να διαγραφούν παρά μόνο αν εξοφληθούν. Άλλωστε το 80% των οφειλετών (σχεδόν 3,2 εκατ. πολίτες) χρωστούν μικρά ή πολύ μικρά ποσά, δηλαδή μέχρι 2.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, το 80% των οφειλετών χρωστούν μόλις το 1,0% του συνόλου των οφειλών. Από αυτά τα 3,3 εκατ. οφειλέτες, τα 2,2 εκατ. χρωστούν λιγότερο και από 500 ευρώ ο καθένας. Πρόκειται για ποσά που είναι διαχειρίσιμα τόσο από την πλευρά του πολίτη όσο και από την πλευρά του Δημοσίου. Από την άλλη πλευρά, 29.000 φορολογούμενοι, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, χρωστούν 88 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το 90% του συνόλου. Σε αυτά, βέβαια, περιλαμβάνονται και οφειλές που είναι πρακτικά ανείσπρακτες. Με πολύ αυστηρά κριτήρια, η φορολογική αρχή ήδη έχει χαρακτηρίσει οριστικά ως ανεπίδεκτα είσπραξης τα 13,5 δισ. ευρώ από τα 100 δισ. ευρώ.
Αυτή είναι η πραγματική εικόνα για την κατάσταση και πιστεύουμε ότι θα βελτιωθεί με τη ρύθμιση που γίνεται τόσο στο γενικό πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, όσο και στην ειδική ρύθμιση που αφορά όσους έχουν οφειλές μόνο στο Δημόσιο ή μόνο στα ασφαλιστικά ταμεία.
Στο γενικό πλαίσιο, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία ακολουθούν τη ρύθμιση στην οποία καταλήγει το σύνολο των άλλων πιστωτών (τράπεζες, προμηθευτές κλπ.). Η διαδικασία αυτή προχωράει και περισσότερα θα πει, βεβαίως, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Από το γενικό πλαίσιο εξαιρούνται όσοι χρωστούν κυρίως σε έναν πιστωτή (πάνω από 85% του συνόλου), όπως είναι οι περιπτώσεις όσων χρωστούν κυρίως στο Δημόσιο ή κυρίως στα ασφαλιστικά ταμεία.
Έχουμε ήδη εκδώσει την υπουργική απόφαση που ρυθμίζει τους όρους με τους οποίους θα γίνει αυτό, για όσους έχουν οφειλές έως 50.000 ευρώ προς το Δημόσιο. Και το υπουργείο Εργασίας έχει εκδώσει την αντίστοιχη απόφαση για τα ασφαλιστικά ταμεία, που πλέον είναι ο ενιαίος φορέας, ο ΕΦΚΑ. Στις πρώτες εβδομάδες από τότε που τέθηκε σε ισχύ η ρύθμιση έχουν υποβληθεί περίπου 200 αιτήσεις, ενώ 3500 έχουν καταστεί επιλέξιμες και άλλες 2200 βρίσκονται σε αρχικό στάδιο της υποβολής.
Στο επόμενο διάστημα ευελπιστούμε να προχωρήσουμε στην έκδοση της υπουργικής απόφασης που θα ορίζει τη διαδικασία και τους όρους για τις οφειλές που ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ. Προφανώς για την κατηγορία 50.000-250.000 ευρώ η υποβολή πρότασης ρύθμισης από το Δημόσιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και κάποια συμπληρωματικά κριτήρια συγκριτικά με αυτά της κατηγορίας έως 50.000 ευρώ, ενώ για την κατηγορία άνω των 250.000 ευρώ εκτιμούμε ότι θα πρέπει να προσκομίζεται από τον οφειλέτη μια αξιολόγηση βιωσιμότητας και ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι με τη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού παρέχεται η δυνατότητα να αποτιναχτεί ένα μέρος των βαρών του παρελθόντος, ώστε να μπορέσουν οι βιώσιμες επιχειρήσεις και επαγγελματίες να συνεχίσουν και να αυξήσουν τη δραστηριότητά τους. Θέλουμε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, θέλουμε να στηρίξουμε την υγιή επιχειρηματικότητα, δηλαδή την επιχειρηματικότητα με κοινωνική ευθύνη και με απασχόληση. Οι οικονομικές εξελίξεις δικαιώνουν την πολιτική μας καθώς έχει επιστρέψει η εμπιστοσύνη τόσο για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μας αλλά και για τις αναπτυξιακές προοπτικές της.