Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ (μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία), το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, δηλαδή ένα μέτρο του βαθμού εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, μειώθηκε στο 21,5% το 2017 (μέσος όρος 4 τριμήνων: 2017 Q1 23,3%, 2017 Q2 21,1%, 2017 Q3 20,2% και 2017 Q4 21,2%) από 23,5% το 2016.
Οπως σημειώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, το εν λόγω μέγεθος ναι μεν είναι χαμηλότερο κατά -6,0 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό 27,5% το 2013, παραμένει ωστόσο κατά πολύ υψηλότερο σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα (+13,7 ΠΜ).
Επιπρόσθετα, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, ήτοι 12 μηνών και άνω, παρουσίασε ενίσχυση στο 72,9% από 72,0% το 2016. Αυτό το στοιχείο έχει αρνητική επίδραση στην παραγωγικότητα της εργασίας καθώς οδηγεί σε απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις της εισηγητικής έκθεσης προϋπολογισμού 2018, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο λόγος των ανέργων ως προς το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 20,2%, 20,4% και 20,7% αντίστοιχα το 2018.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 20,8% τον Δεκέμβριο 2017 (εποχικά διορθωμένα στοιχεία, μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού) και ότι για το τρέχον έτος αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, οι προαναφερθείσες προβλέψεις είναι πιθανόν να αποδειχτούν ελαφρώς συντηρητικές.
Αναφορικά με τις δύο βασικές μεταβλητές που συνθέτουν το ποσοστό ανεργίας, η απασχόληση ενισχύθηκε κατά 2,2% ή 79,1 χιλ. άτομα σε ετήσια βάση το 2017 και το αντίστοιχο μέγεθος για τον αριθμό των ανέργων ήταν -9,2% ή -103,9 χιλ. Βάσει αυτών των μεταβολών, το εργατικό δυναμικό (απασχόληση + ανεργία) μειώθηκε κατά -0,5% ή -24,8 χιλ. άτομα.
Σε ποιους τομείς της οικονομίας απορροφήθηκε η προαναφερθείσα αύξηση της απασχόλησης; Σύμφωνα με τη στατιστική ταξινόμηση οικονομικών δραστηριοτήτων Nace Rev 2., η υψηλότερη συνεισφορά προήλθε από τον τομέα του εμπορίου (+21,3 χιλ. άτομα) και ακολούθησαν: δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας (+13,2 χιλ.), μεταποίηση (+10,6 χιλ.), άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών (+9,9 χιλ.), τουρισμός (+9,5 χιλ.), ενημέρωση και επικοινωνία (+6,2 χιλ.), παροχή νερού, επεξεργασία λυμάτων, διαχείριση αποβλήτων και δραστηριότητες εξυγίανσης (+3,9 χιλ.), ενέργεια (+3,1 χιλ.), τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία (+2,9 χιλ.), κατασκευές (+2,2 χιλ.), διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (+1,8 χιλ.) και εκπαίδευση (+0,7 χιλ.).
Σε αρνητικό έδαφος κινήθηκε η ετήσια μεταβολή της απασχόλησης στους παρακάτω τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων: δημόσια διοίκηση και άμυνα - υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (-0,7 χιλ.), δραστηριότητες ετερόδικων οργανισμών και φορέων (-0,8 χιλ.), γεωργία, δασοκομία και αλιεία (-1,2 χιλ.), ορυχεία και λατομεία (-1,5 χιλ.), χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (-1,6 χιλ.), διαχείριση ακίνητης περιουσίας (-1,7 χιλ.) και δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών (-5,1 χιλ.).
Το 2017 σηματοδότησε το 4ο έτος στη σειρά με θετικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής της απασχόλησης. Πιο αναλυτικά, η ετήσια μεταβολή του αριθμού των απασχολούμενων ήταν 0,7% ή 23,1 χιλ. άτομα το 2014, 2,1% ή 74,4 χιλ. το 2015, 1,7% ή 62,9 χιλ. το 2016 και 2,2% ή 79,1 χιλ. το 2017. Η σωρευτική μεταβολή 2013-2017 διαμορφώθηκε στο 6,8% ή 239,5 χιλ. άτομα. Για την ίδια περίοδομ η σωρευτική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν 1,6%. Η εν λόγω απόκλιση αντικατοπτρίζει την αρνητική επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας.
Το πραγματικό προϊόν ανά απασχολούμενο κινήθηκε καθοδικά για 10 έτος στη σειρά με την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή να διαμορφώνεται στο -0,8% το 2017 από -0,7% το 2016 (2007-2017: -14,2% και 2013-2017: -2,7%). Τα αντίστοιχα μεγέθη σε όρους πραγματικού προϊόντος ανά ώρα απασχόλησης ήταν -0,2% και -0,6% (2007-2017: -10,2% και 2013-2017: -0,6%).
Η πτώση του ποσοστού ανεργίας παράλληλα με την ενίσχυση της απασχόλησης σηματοδοτούν την ενίσχυση του βαθμού εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας αντικατοπτρίζει τη συρρίκνωση της αποτελεσματικότητας στη χρήση του εν λόγω παραγωγικού συντελεστή.
Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα τεύχη του δελτίου 7ΗΟ, το τελευταίο στοιχείο αποτελεί αγκάθι για τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission, The 2018 Ageing Report) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για μείωση του πληθυσμού (ικανού προς εργασία, π.χ. ετών 15-64 ετών) της Ελλάδος στο μέλλον, η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να αποτελέσει τη μοναδική πηγή ενίσχυσης του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας.
Οι επενδύσεις, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών μέσω αύξησης του βαθμού εξωστρέφειας της οικονομίας, η ποιότητα των θεσμών και άλλοι παράγοντες, θα επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την πορεία που θα ακολουθήσει η παραγωγικότητα της εργασίας οπότε και ο δυνητικός ρυθμός μεγέθυνσης στο μέλλον.
Το πλεονέκτημα της κυκλικής ανάκαμψης στη μεσοπρόθεσμη περίοδο δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό και να κρύψει κάτω από το χαλί τους υπάρχοντες κινδύνους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στη μακροχρόνια περίοδο. Τουναντίον, δύναται να αποτελέσει εφαλτήριο. Η προσήλωση στην αποτελεσματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην ενίσχυση της αξιοπιστίας στην ασκούμενη οικονομική πολιτική θα πρέπει είναι συνεχής, καταλήγει η τράπεζα.