Μικρό αλλά σταθερό ρυθμό ανάπτυξης καταγράφει η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, κάνοντας λόγο για ρυθμό ανάπτυξης που δεν θα ξεπεράσει το 2,1% για το 2018.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, το 2018 αναμένεται επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα στην περιοχή του 2,1%, με τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας από συνέχιση ανόδου των εξαγωγών (+8,0%) και αναμενόμενη σημαντική συμβολή και των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+16%), από επιτάχυνση ΠΔΕ, σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές) και σε αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις. Ακολουθεί η κατανάλωση των νοικοκυριών (+1,0%), λόγω κάμψης ανεργίας, υπό περιοριστικές πιέσεις από τα νέα δημοσιονομικά μέτρα (αυξήσεις άμεσων και έμμεσων φόρων, επιβολή νέων έμμεσων φόρων).
Παράλληλα, σημειώνει την επίτευξη ταμειακών στόχων Προϋπολογισμού στο πρώτο δίμηνο του 2018, κυρίως από υψηλότερα καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, τα οποία προήλθαν από μεγαλύτερα μη φορολογικά έσοδα και περισσότερες εισπράξεις φόρων παρελθόντων ετών (ΠΟΕ). Υπέρβαση στόχου υπήρξε και στην πλευρά των δαπανών, πρωτίστως από χαμηλότερες των προγραμματισμένων ενισχύσεις του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, συνεχίζεται με αργό ρυθμό η αποκατάσταση εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, εν όψει των αποτελεσμάτων του stress test τον Μάιο. Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα συνολικά παρέμεινε σε πτωτική τροχιά στην αρχή του 2018, με εξαίρεση τις μη-χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στις οποίες καταγράφηκε οριακή πιστωτική επέκταση. Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, με προοπτική βελτίωσης το δεύτερο εξάμηνο του έτους, που εξαρτάται από τη διαχείριση των αποτελεσμάτων του stress test και την συνέχιση της καλής επίδοσης των τραπεζών στη μείωση των "κόκκινων δανείων" που παρατηρήθηκε το δ’ τρίμηνο του 2017. Στις θετικές τάσεις που αναμένεται να συνεχιστούν το 2018, αναμένεται η πλήρης «απεξάρτηση» των τραπεζών από τον ELA έως πριν τα τέλη του έτους, η συνεχιζόμενη σταδιακή επιστροφή καταθέσεων των νοικοκυριών, και η περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι συνθήκες και οι προοπτικές για την Ελληνική Οικονομία βελτιώνονται, κάτι που αποτυπώνεται στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε άλλους σημαντικούς δείκτες. Ωστόσο, η βελτίωση αυτή δεν συνιστά το οριστικό τέλος της κρίσης. Θα ήθελα να υπενθυμίσω τα σημαντικά δομικά προβλήματα της οικονομίας μας, τα οποία δεν έχουν αντιμετωπισθεί, και τον κίνδυνο οι θετικές εξελίξεις να παρερμηνευθούν και να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Το διακύβευμα για όλους μας πρέπει να είναι πως θα επανακτήσουμε το χαμένο έδαφος. Πως θα επανακάμψει η οικονομία μας στα επίπεδα των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης. Με απλά λόγια, ο στόχος μας πρέπει να είναι η σύγκλιση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης, και αυτό επιτυγχάνεται με ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης 3% με 4% ετησίως».
Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας, εξετάζοντας τις επιμέρους πλευρές της οικονομίας που προσδιορίζουν από κοινού τον ρυθμό μεγέθυνσης της και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, παρατηρούμε συνέχιση της δυναμικής του προηγούμενου έτους, με μια ελαφρά επιτάχυνση.
Κατά τον ίδιο, το εξωστρεφές τμήμα της παραγωγής αναπτύσσεται γρηγορότερα από το υπόλοιπο αν και με αργό ρυθμό, και, η συγκεκριμένη στροφή έχει θετικό πρόσημο. Η αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν λάβει χώρα στην αγορά εργασίας μειώνουν την ανεργία.
Εάν η ελληνική οικονομία δεν προσχωρήσει προς τον δρόμο των δομικών μεταρρυθμίσεων, με έμφαση στο άνοιγμα των αγορών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της δημόσιας διοίκησης, ο ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας κατά την επόμενη δεκαετία δύσκολα τα υπερβεί το 1% ετησίως,σημείωσε.
Όλες οι εμπλεκόμενες στο πρόγραμμα πλευρές, οφείλουν να στηρίξουν τη θετική δυναμική της οικονομίας, καθώς ο εγκλωβισμός και πάλι σε «χαμηλές προσδοκίες» μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνος, τόνισε, συμπληρώνοντας πως, εφόσον η οικονομία τεθεί σε τροχιά μείωσης των εμποδίων στην παραγωγή και βελτίωσης στα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, επιμέρους παρεμβάσεις θα μπορούν να διευκολύνουν και την εκμετάλλευση ειδικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Βέττας εξέφρασε μια σειρά προβληματισμούς για την επόμενη μέρα εξόδου από το πρόγραμμα, σημειώνοντας ότι κατά την άποψή του θα πρέπει να υπάρξει κάποια γέφυρα πιστοληπτικής γραμμής, προκειμένου η Ελλάδα να είναι θωρακισμένη σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.
Επίσης σημείωσε ότι μεγάλη σημασία έχει το ζήτημα το τι θα γίνει με τους αδιάθετους πόρους του προγράμματος οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί, αλλά και ο ρόλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.