Συμπληρωματικό φόρο ύψους 21,05 εκατ. ευρώ, ή κατά μέσο όρο 550 ευρώ, καλούνται να πληρώσουν στην εφορία 38.264 φορολογούμενοι οι οποίοι έλαβαν χρεωστικό εκκαθαριστικό. Αυτό προκύπτει από την πρώτη εκκαθάριση των φετινών φορολογικών δηλώσεων στην οποία προχώρησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία φέτος περιμένει να υποβληθούν περίπου 6,3 εκατ. δηλώσεις. Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει ότι το «κέρδος» του υπουργείου Οικονομικών ανέρχεται σε 15,02 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα έχουν υποβληθεί 43.688 δηλώσεις Ε2 και 6.692 δηλώσεις Ε3.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από την πρώτη εκκαθάριση προκύπτουν τα εξής:
38.264 εκκαθαριστικά σημειώματα (ποσοστό 27,51%) είναι χρεωστικά με πρόσθετο φόρο 21,05 εκατ. ευρώ.
18.946 σημειώματα (13,62%) είναι πιστωτικά και περιλαμβάνουν επιστροφή ύψους 6,03 εκατ. ευρώ στους φορολογούμενους.
81.887 σημειώματα (58,87%) είναι μηδενικά.
Σε κάθε περίπτωση, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες πρέπει να γνωρίζουν ότι η κατοχύρωση του δικαιώματος ετήσιας έκπτωσης φόρου, 1.900 - 2.100 ευρώ, ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι κατά τη διάρκεια του 2017 εξόφλησαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες για αγορές αγαθών και υπηρεσιών συνολικού ύψους από 10% έως και 18,75% επί του συνολικού ετήσιου, δηλωθέντος ή τεκμαρτού, εισοδήματός τους.
Ειδικότερα, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, για τα ετήσια εισοδήματα έως 20.000 ευρώ από μισθούς, συντάξεις ή από αγροτικές δραστηριότητες προβλέπεται έκπτωση φόρου:
1.900 ευρώ, για φορολογούμενους χωρίς προστατευόμενα τέκνα.
1.950 ευρώ, για φορολογούμενους με ένα προστατευόμενο τέκνο.
2.000 ευρώ, για φορολογούμενους με δύο προστατευόμενα τέκνα.
2.100 ευρώ για φορολογούμενους με τρία ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα.
Από την άλλη πλευρά, για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ, η ισχύουσα κατά περίπτωση έκπτωση φόρου (1.900 - 2.100 ευρώ) μειώνεται κατά το 1% επί του τμήματος του ετήσιου εισοδήματος πέραν των 20.000 ευρώ. Επισημαίνεται ότι κάθε μισθωτός, συνταξιούχος και κατ’ επάγγελμα αγρότης, για να δικαιούται έκπτωσης φόρου, η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο από 8.636,64 έως 9.545,45 ευρώ, θα πρέπει κατά τη διάρκεια του 2017 να έχει εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή μέσω e-banking) δαπάνες για αγορές αγαθών ή υπηρεσιών συνολικού ύψους ίσου με ποσοστό:
10% του ετήσιου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο πραγματικό ή τεκμαρτό ατομικό του εισόδημα ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ, 15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημά του ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν κατάφερε να καλύψει το απαιτούμενο ποσό δαπάνης με πληρωμές μέσω καρτών ή μέσω e-banking, το «ακάλυπτο» ποσό φορολογείται με 22%.
Από την υποχρέωση να έχουν εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής τις δαπάνες που κατοχυρώνουν την έκπτωση φόρου εξαιρούνται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες άνω 70 ετών, τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Πηγή: Ναυτεμπορική