Της Δήμητρας Μανιφάβα
Σημαντική υποχώρηση καταγράφουν οι ελληνικές εξαγωγές προς την Κίνα, διαψεύδοντας τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της πρεσβείας της Ελλάδας στο Πεκίνο η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα διαμορφώθηκε το 2014 σε 278,28 εκατ. ευρώ έναντι 419,71 εκατ. ευρώ το 2013 καταγράφοντας υποχώρηση 34%. Την ίδια ώρα οι εισαγωγές από Κίνα αυξήθηκαν κατά 14%, καθώς από 2,19 δισ. ευρώ το 2013 διαμορφώθηκαν σε 2,49 δισ. ευρώ το 2014.
Σε μια απόπειρα να ερμηνεύσει τη δραστική συρρίκνωση των ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα το μρόδιο γραφείο ΟΕΥ επισημαίνει ότι αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι κύριες μας εξαγωγές στηρίζονται σε πρώτες ύλες οι οποίες έχουν διακυμάνσεις σύμφωνα με τις ανάγκες της κινεζικής παραγωγής ή είναι εύκολο να βρεθούν σε άλλες χώρες με χαμηλότερες τιμές.
Το μάρμαρο από την δεύτερη θέση ανήλθε στην πρώτη για τις εξαγωγές μας για το 2014 αν και είχε κάμψη 8,13% σε αξία και 7,75% σε όγκο καθόσον έχει πληγεί ο κατασκευαστικός κλάδος στην Κίνα λόγω του περιορισμού των δανειοδοτήσεων.
Το 2013 οι εξαγωγές της χώρας μας σε πετρελαιοειδή κατείχαν την πρώτη θέση και αποτελούσαν το 22,4%. Το 2014 μειώθηκαν οι εξαγωγές μας κατά 66% σε αξία και κατά 67% σε ποσότητα και σήμερα αποτελούν το 14,62% αυτών και πέρασαν στην δεύτερη θέση των εξαγώγιμων προϊόντων μας στην Κίνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι γενικά οι εισαγωγές της Κίνας σε πετρελαιοειδή μειώθηκαν το 2014 κατά 19,88% σε αξία και κατά 16,07% σε ποσότητα.
Το βαμβάκι, το οποίο κατείχε την τρίτη θέση και αποτελούσε το 22,03% των εξαγωγών, σημείωσε ιδιαίτερη πτώση τα δύο τελευταία χρόνια και είναι στην ένατη θέση των εξαγωγών μας στην εν λόγω αγορά.
Σε μισό εκατομμύριο ευρώ υπολογίζονται οι απώλειες για την Ελλάδα από την υποχώρηση κατά 71,68% των εξαγωγών προς την Κίνα βερμικουλίτη, περλίτης και άλλων ορυκτών υλών. Η μείωση αυτή ενδεχομένως συνδέεται με την αύξηση εισαγωγών στην Κίνα από άλλες χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, η Πολωνία και η Ρωσία.
Τα απορρίμματα και θραύσματα από χαλκό, τα ελάσματα, ταινίες από αργίλιο (κατείχαν την 5η και 6η θέση το 2013 και το 2014 μετακυλίστηκαν κατά μία θέση) και οι σιδηροπυρίτες που ανήλθαν από την 7η θέση στην 4η, είναι άλλα τρία προϊόντα, πρώτες ύλες, που υπέστησαν σημαντική πτώση, περίπου 31,2 εκατ. ευρώ συνολικά. Οι εν λόγο κατηγορίες αποτελούσαν το 15%-16% των εξαγωγών μας το 2013 και η μείωσή των εξαγωγών κατά 54,49%, 50,15% και 39,18% αντιστοίχως ήταν αισθητή στο σύνολο των εξαγωγών της Ελλάδας προς την Κίνα.
Αξιοσημείωτη ήταν η πτώση των εξαγωγών γουνοδερμάτων, καθώς η αξία τους από τα 10,5 εκατ. ευρώ το 2013 υποχώρησε στα 2,2 εκατ. ευρώ το 2014. Στις 700.000 ευρώ διαμορφώθηκαν το 2014 οι εξαγωγές ακατέργαστων δερμάτων ακατέργαστα προβατοειδών από 4,4 εκατ. ευρώ το 2013.
Οι εξαγωγές γουναρικών επλήγησαν επίσης από την πολιτική λιτότητας αλλά κυρίως καταπολέμησης της διαφθοράς που εφαρμόζεται στην Κίνα και περιλαμβάνει στενή παρακολούθηση των αγορών ειδών πολυτελείας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το γραφείο ΟΕΥ παρατηρήθηκε το φαινόμενο να αποφεύγουν οι Κινέζοι να φορούν ακριβά ρολόγια στις επίσημες συναντήσεις. Οι εξαγωγές του συγκεκριμένου είδους επηρεάστηκαν και από τον ήπιο χειμώνα που επικράτησε πέρυσι και φέτος στην Κίνα. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να μειωθούν κατά 79% σε αξία και κατά 83% σε όγκο οι εξαγωγές γουναρικών από την Ελλάδα στην Κίνα.
Πτώση κατά 34,87% παρατηρείται και στις εξαγωγές ελαιολάδου, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στη νέα πολιτική λιτότητας της κινεζικής κυβέρνησης με τις περικοπές των κυβερνητικών δώρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό ελαιόλαδο λόγω της ακριβότερης τιμής του διακινείτο ως επιχειρηματικό δώρο πολυτελείας. Τα κρασιά επίσης επλήγησαν από την πολιτική περιορισμών των εταιρικών δώρων και των μέτρων κατά της διαφθοράς. Η πτώση τους όμως αν και σημαντική, της τάξης του 24,74% ήταν ηπιότερη από αυτήν που υπέστησαν οι χώρες με ακριβότερα κρασιά που θεωρήθηκαν υπερπολυτελείας.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι εξαγωγές ακτινιδίων, χυμών φρούτων, χρωστικών υλών οι οποίες παρουσίασαν αύξηση το 2014 σε σύγκριση με το 2013.