Το σημαντικό όφελος που θα έχει ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων αποτυπώνεται σε έρευνα του Ηλία Λεκκού, Επικεφαλής Oικονομολόγου της Τράπεζας Πειραιώς.
Στη μελέτη επιδιώκεται να αποτυπωθεί η αναπτυξιακή όψη της επιχειρηματικής εξυγίανσης, να εκτιμηθεί δηλαδή το δυνητικό όφελος που μπορεί να προκύψει για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και την οικονομία εν γένει, από ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, στη μελέτη επιχειρείται η αποτύπωση του δυνητικού οφέλους από την αναδιάρθρωση ενός τμήματος (περίπου 1/3) των εγχώριων μη βιώσιμων επιχειρήσεων, μέσω της απορρόφησης του ενεργητικού τους, και μέρους του παθητικού, από βιώσιμες επιχειρήσεις αντίστοιχου μεγέθους.
Όπως προκύπτει, εάν οι μη βιώσιμες μπορούσαν να λειτουργήσουν με τους όρους των βιώσιμων επιχειρήσεων, η λειτουργική κερδοφορία τους (και κατά προσέγγιση η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας) θα αυξάνονταν κατά €2,6 δισ. ετησίως, ενώ αντίστοιχα ο τζίρος στην οικονομία θα αυξάνονταν κατά €16,7 δισ. Ταυτόχρονα, σημαντικό τμήμα των σημερινών μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων τους ύψους €15,9 δισ. θα μπορούσε, εφόσον μεταβιβάζεται σε υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις, να αρχίσει να εξυπηρετείται εκ νέου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Η κατάσταση
Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει αφήσει έντονο το αποτύπωμά της στην εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό γίνεται πρόδηλο όταν αναλογιστεί κανείς ότι από τις αρχές του 2010 η αξία παραγωγής των ελληνικών επιχειρήσεων έχει μειωθεί από €292 δισ. σε €225 δισ., με αντίστοιχες επιπτώσεις τόσο στην κερδοφορία τους (μείωση κατά €23 δισ.), αλλά και στην απασχόληση.
Παράλληλη ήταν και η επιδείνωση της ικανότητας των ελληνικών επιχειρήσεων να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια να εκτοξευθούν από 8,7% σε 36,2% την περίοδο της κρίσης.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την έλλειψη σαφούς και δοκιμασμένου πλαισίου (αλλά και πρακτικής εμπειρίας) εταιρικών αναδιαρθρώσεων και εξυγιάνσεων οδήγησε, με αργά αλλά σταθερά βήματα, στη δημιουργία μιας ολόκληρης γενιάς προβληματικών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές, παρότι ζημιογόνες για σειρά χρήσεων, παραμένουν σε λειτουργία, σωρεύοντας χρέη και υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους τους, τους φορείς του δημοσίου (ασφαλιστικά ταμεία και εφορία) καθώς και τις τράπεζες.
Η διατήρηση της λειτουργίας σημαντικού αριθμού μη βιώσιμων επιχειρηματικών σχημάτων ενέχει σημαντικά κόστη, όχι μόνο για τον επιχειρηματικό κόσμο και τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και για ολόκληρη την οικονομία. Αυτό συμβαίνει γιατί, καθώς οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις λειτουργούν με χαμηλό βαθμό παραγωγικότητας, συμπιέζουν προς τα κάτω την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας.
Επιπρόσθετα, παραμένοντας ενεργές εγκλωβίζουν παραγωγικούς συντελεστές (κεφάλαιο και εργασία), στερώντας πόρους από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Είναι δε σύνηθες το φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού από πλευράς των επιχειρήσεων αυτών, επηρεάζοντας τις προοπτικές και κερδοφορία ολόκληρων επιχειρηματικών κλάδων. Τέλος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζικών ιδρυμάτων, περιορίζουν τη χρηματοδότηση των βιώσιμων επιχειρήσεων και αυξάνουν το κόστος των παρεχόμενων κεφαλαίων προς την υπόλοιπη οικονομία.
Καθώς λοιπόν οι συνθήκες για ριζικά πιο ρηξικέλευθες και μακροπρόθεσμες λύσεις στα προβλήματα της εγχώριας επιχειρηματικότητας φαίνεται να ωριμάζουν, ταυτόχρονα γίνεται και πιο επιτακτική η ανάγκη για την εκτίμηση του δυνητικού οφέλους που μπορεί να προκύψει για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς από ένα πρόγραμμα ευρείας αναδιάρθρωσης των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Οι παράμετροι της μελέτης
Η μελέτη του Ηλία Λεκκού και της επιστημονικής συνεργάτιδός του Εύης Βλάχου επιδιώκει να εκτιμήσει τα δυνητικά οφέλη από την αναδιάρθρωση και εξυγίανση ενός τμήματος (περίπου 1/3) των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Ξεκινώντας από έναν πολύ συντηρητικό ορισμό της μη βιώσιμης επιχείρησης, σύμφωνα με τον οποίο ως μη βιώσιμη ορίζεται η επιχείρηση η οποία βρίσκεται σε λειτουργία για πέντε έτη και άνω – έτσι ώστε να εξαιρούνται οι νεοφυείς επιχειρήσεις – και διατηρεί επίπεδα κερδοφορίας τόσο χαμηλά έτσι ώστε να μην μπορούν να καλύψουν τους τρέχοντες τόκους δανείων (δηλαδή σε τεχνικούς όρους επιχειρήσεις με βαθμό κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών μικρότερο της μονάδας) για τρία συνεχόμενα έτη, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
• Οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις αποτελούν το 7,1% του συνολικού δείγματος το 2016. Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη βιώσιμων επιχειρήσεων με 21-40 έτη λειτουργίας (37,8%).
• Το μεγαλύτερο ποσοστό (8,2%) μη βιώσιμων επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και ακολουθούν οι μεσαίες (6%) και οι μικρές (5,2%), ενώ το μικρότερο ποσοστό (4,4%) καταγράφεται στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, λόγω μεγέθους ο οικονομικός αντίκτυπος των μεγάλων μη βιώσιμων επιχειρήσεων είναι σημαντικά μεγαλύτερος έναντι των άλλων κατηγοριών.
• Στις μη βιώσιμες επιχειρήσεις είναι εγκλωβισμένο παραγωγικό δυναμικό (όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στην αξία του ενεργητικού τους) ύψους €28,4 δισ., αξία που αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ.
• Αντίστοιχα στο παθητικό τους, οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις έχουν αναλάβει υποχρεώσεις ύψους €23,5 δισ. ή 22,6% του συνόλου (τις οποίες είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν) και έχουν ετήσιες χρηματοοικονομικές δαπάνες €613 εκατ.
• Κατά μέσο όρο η αναλογία υποχρεώσεις προς ενεργητικό δεν είναι πολύ υψηλή για τις βιώσιμες επιχειρήσεις (56,1%), όταν για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις είναι αρκετά υψηλότερη (82,6%).
• Τα αποτελέσματα των μη βιώσιμων επιχειρήσεων σε επίπεδο EBITDA ανέρχονται σε €-413 εκατ., ενώ σε επίπεδο προ φόρων φτάνουν τα €-1,3 δισ. Κατά συνέπεια, το περιθώριο κερδοφορίας EBITDA διαμορφώνεται σε -10,3% και η αποδοτικότητα ενεργητικού (ROA) σε -1,5%.
Το γεγονός ότι πάνω από το 16,5% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού (ενεργητικού) του μη χρηματοοικονομικού τομέα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται παγιδευμένο σε μη βιώσιμα επιχειρηματικά σχήματα, αποτελεί τεράστιο κόστος, όχι μόνο για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και τους δανειστές τους (προμηθευτές, τράπεζες, φορείς του Δημοσίου κ.λπ.), αλλά και για ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
Η μεθοδολογία που έχουν αναπτύξει τα στελέχη της Τράπεζας Πειραιώς, προκειμένου να εκτιμήσουν το δυνητικό όφελος που θα προέκυπτε από ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων, είναι μια άσκηση προσομοίωσης, σύμφωνα με την οποία το σύνολο του ενεργητικού και μέρος του παθητικού των επιχειρήσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως μη βιώσιμες, απορροφώνται από βιώσιμες επιχειρήσεις αντίστοιχου μεγέθους. Το σκεπτικό αυτής της άσκησης είναι να αποτυπώσει τα οφέλη από τη βελτίωση των επιδόσεων των μη βιώσιμων επιχειρήσεων στα επίπεδα των επιδόσεων μιας τυπικής βιώσιμης επιχείρησης.
Τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης – σε ένα δείγμα που αντιπροσωπεύει το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των μη βιώσιμων επιχειρήσεων - είναι χαρακτηριστικά. Εάν οι μη βιώσιμες μπορούσαν να λειτουργήσουν με τους όρους των βιώσιμων επιχειρήσεων, η λειτουργική κερδοφορία τους (και κατά προσέγγιση η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας) θα αυξάνονταν κατά €2,6 δισ. ετησίως, ενώ αντίστοιχα ο τζίρος στην οικονομία θα αυξάνονταν κατά €16,7 δισ.
Ταυτόχρονα, σημαντικό τμήμα των σημερινών (μη εξυπηρετούμενων) υποχρεώσεων τους ύψους €15,9 δισ. θα μπορούσε – εφόσον μεταβιβάζεται σε υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις - να αρχίσει να εξυπηρετείται εκ νέου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην ελληνική οικονομία.
Αναπόφευκτα όμως μια τέτοια ανάκαμψη των επιχειρηματικών επιδόσεων δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς σημαντική απομείωση κατά €7,6 δισ. ή ποσοστό 32,3% του συνόλου των υφιστάμενων υποχρεώσεων που έχουν συσσωρεύσει οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις.