Υπέρβαση του ποσού – στόχου για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (ΜΕΑ) στο α΄ τρίμηνο του 2018, πέτυχαν οι τράπεζες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για τους Επιχειρησιακούς Στόχους που ανακοίνωσε πριν από λίγο η ΤτΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου 2018, τα ΜΕΑ αγγίζουν τα 92,4 δισ. ευρώ ή 1,3 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό - στόχο. Οι συγκριτικά καλύτερες από το αναμενόμενο επιδόσεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στις χαμηλότερες από το αναμενόμενο καθαρές ροές νέων ΜΕΑ, καθώς και στις υψηλότερες από το αναμενόμενο διαγραφές και εισπράξεις. Στον αντίποδα, οι πωλήσεις κινήθηκαν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα επίπεδα με βάση το σχεδιασμό των τραπεζών, ενώ και οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων είχαν μειωμένη συμβολή, καθώς εξακολουθούν να βρίσκονται χαμηλότερα από το αναμενόμενο επίπεδο.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες πέτυχαν το στόχο για τα ΜΕΔ, τα οποία έφτασαν τα 63,9 δισ. ευρώ, όσο και ο στόχος που είχε τεθεί. Οι τράπεζες πέτυχαν μείωση των δανείων αυτών κατά 1,8% ή 1,1 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2017.
Με στοιχεία Μαρτίου 2018, το ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 2,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2017, αγγίζοντας τα 92,4 δισ. ευρώ ή το 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όταν τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 14% ή 14,8 δισ. ευρώ.
Η μείωση των ΜΕΑ κατά το τελευταίο τρίμηνο οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαγραφές που άγγιξαν τα 1,7 δισ. ευρώ.
Ο τριμηνιαίος ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curerate) παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με το τέταρτο τρίμηνο του 2017, στο 1,8%, ελαφρά χαμηλότερος από τον τριμηνιαίο δείκτη αθέτησης (defaultrate), ο οποίος εμφανίζει μια μικρή αυξητική πορεία σε τριμηνιαία βάση αντιστρέφοντας τη θετική τάση που παρατηρήθηκε το Δεκέμβριο του 2017 και αγγίζοντας το 1,9%.
Η μείωση των ΜΕΑ, που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις, ήταν ελαφρά μειωμένη σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Στο μέλλον αναμένονται καλύτερες επιδόσεις, καθώς οι τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει, και σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιήσει, πωλήσεις δανείων.
Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο και στο χαρτοφυλάκιο ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπου η τριμηνιαία μείωση άγγιξε τo 5,1% και 6,6% αντίστοιχα. Oι επιδόσεις στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο εμφανίζονται πάλι χαμηλές, καθώς σημειώθηκε τριμηνιαία μείωση μόλις 0,3%. Σε ετήσια βάση (συγκριτικά με το Μάρτιο του 2017), η μείωση των ΜΕΑ στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο άγγιξε το 12,6%, στο καταναλωτικό το 23,4%, ενώ στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο σημειώθηκε μείωση των ΜΕΑ κατά μόλις 0,8%. Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ΜΕΑ που τελεί σε καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, όπου όμως παρατηρείται μια σταδιακή μείωση. Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων, το 13,7% των ΜΕΑ τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία σε σύγκριση με 13,9% και 14,4% το Δεκέμβριο και το Μάρτιο του 2017 αντίστοιχα. Το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο όπου ξεπερνά το 30%.
Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Μαρτίου του 2018, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 43,9% για το στεγαστικό, το 57,2% για το καταναλωτικό και το 49,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 69,5%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ - δείκτης ΜΕΑ: 62,9%). Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 30,4%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35,2%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, αγγίζοντας το 49,0% το Μάρτιο του 2018 από 46,2% το Δεκέμβριο του 2017, ενώ, αν συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται ξεπερνά το 100%. Η αύξηση στην κάλυψη από προβλέψεις οφείλεται κυρίως στην αναγνώριση νέων υψηλών προβλέψεων, λόγω της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Το νέο πρότυπο είναι σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2018 και αναμένεται να ενισχύσει τις τράπεζες έναντι του πιστωτικού κινδύνου, καθώς έχει μεταθέσει την προσοχή από τις πραγματοποιηθείσες πιστωτικές ζημίες στις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες. Η επίδραση των νέων προβλέψεων στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών θα αναγνωριστεί σταδιακά και σύμφωνα με το μεταβατικό καθεστώς για το μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 στα ίδια κεφάλαια.