Τα θετικά και αρνητικά στοιχεία του Αναπτυξιακού σχεδίου που παρουσίασε η κυβέρνηση καταγράφει ο ΣΕΒ μέσω της εβδομαδιαίας έκθεσής του.
Όπως γράφει το κείμενο πρέπει να συγκριθεί τόσο με τις προηγούμενες απόπειρες σύνταξης ενός ουσιαστικού σχεδίου ανάπτυξης για τη χώρα όσο και με τις υπολειπόμενες από τα προγράμματα προσαρμογής δράσεις και, κυρίως, τα προαπαιτούμενα.
«Αυτό είναι απαραίτητο για να καταγραφεί η πρόοδος της χώρας στην ικανότητα να συντάξει μόνη της ένα δικό της σχέδιο για το μέλλον της, όσο και για να αξιολογηθεί η προστιθέμενη αξία του υφιστάμενου κειμένου σε σχέση με τα ήδη προβλεπόμενα και ήδη συμφωνηθέντα».
Η έκθεση σημειώνει ότι «είναι αξιοσημείωτο ότι σε σύγκριση με τα προ μνημονίων εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων, το παρόν κείμενο δείχνει να είναι πολύ πιο πλήρες σε ό,τι αφορά στα θέματα που καλύπτει, όσο και την ουσία και τον αριθμό των δράσεων που εμπεριέχει. Κυρίως, δεν αποφεύγει πλέον να αντιμετωπίσει ευθέως κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία καθώς και τη δικαιοσύνη.
Στα ζητήματα αυτά, τα παλαιότερα προγράμματα εθνικών μεταρρυθμίσεων απέφευγαν να επισημάνουν τα πλέον ακανθώδη προβλήματα που οδήγησαν ουσιαστικά στην εκκόλαψη και εμβάθυνση της κρίσης. Ακόμα και οι κυβερνητικές απόπειρες μεταρρυθμίσεων που έγιναν μέσα στα χρόνια της κρίσης απείχαν πολύ από το να μπορεί να θεωρηθούν ολοκληρωμένες προσπάθειες, και ήταν εμφανές ότι δεν μπορούσαν, ως είχαν, να εφαρμοστούν».
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι «σε γενικές γραμμές απουσιάζει μια συνεκτική ένταξη σε ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα, και μια προτεραιοποίηση των δράσεων αναλόγως της σημασίας αλλά και του βαθμού δυσκολίας υλοποίησης τους» αλλά συμπληρώνει ότι «το παρόν κείμενο συνιστά μια ουσιαστική πρόοδο σε σύγκριση με το παρελθόν, καθώς είναι η πρώτη φορά που το επίσημο κράτος καταθέτει κάτι ανάλογο, αν και σαφώς παραμένουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης».
Τα δέκα σημεία κριτικής
1) Ενίσχυση απασχόλησης ιδιωτικού τομέα. Δεν αξιολογείται ως απόλυτα κρίσιμος παράγοντας η βελτίωση της φορολογικής και ασφαλιστικής αντιμετώπισης της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, μέσω μείωσης τόσο του ύψους του μη μισθολογικού κόστους όσο και της υπερπροοδευτικότητας του, ως αυστηρή προϋπόθεση αύξησης της απασχόλησης, ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής, μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της χώρας και μεγέθυνσης της φορολογητέας ύλης.
2) Εξέλιξη πλαισίου εργασιακών σχέσεων. Απουσιάζει από το κείμενο καταρχήν μια αξιολόγηση της επίπτωσης των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στα χρόνια των προγραμμάτων προσαρμογής στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, κυρίως όσον αφορά την επίδραση της αβεβαιότητας, της υπερφορολόγησης, και της έλλειψης της χρηματοδότησης στη μείωση των θέσεων εργασίας και την υποχώρηση των αποδοχών.
Παράλληλα, η επιθυμία για αποκατάσταση ορισμένων βασικών παραμέτρων του συστήματος εργασιακών σχέσεων διατυπώνεται χωρίς να έχει αξιολογηθεί η αλλαγή της εικόνας της αγοράς εργασίας, τόσο ως προς την κατανομή των αποδοχών όσο και των χαρακτηριστικών της απασχόλησης.
3) Υπερφορολόγηση ψηφιακής οικονομίας ως παράγοντα ανάσχεσης του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας. Αντίστοιχα, η στρατηγική για την ενδυνάμωση της ικανότητας της χώρας να ακολουθήσει τις ψηφιακές εξελίξεις περιλαμβάνει πλήθος χρήσιμων δράσεων και βασίζεται σε πειστικούς άξονες αναφοράς. Δεν εξηγείται όμως στο κείμενο πως αυτά είναι συμβατά με την υπερφορολόγηση του κλάδου σε κάθε του διάσταση η οποία συνδέεται άμεσα με τη ψηφιακή υστέρηση της χώρας, καθώς και με την πρόσφατη χειροτέρευση ενός ήδη προβληματικού πλαισίου αποζημίωσης των πνευματικών δημιουργών. Και εδώ ουσιαστικά το κείμενο δεν ικανοποιεί ένα βασικό κριτήριο ρεαλισμού, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη στο σύνολο του κειμένου, αν και η διατύπωση των στόχων για τη ψηφιακή σύγκλιση κρίνεται ως πιο αποφασιστική σε σύγκριση με το συμπληρωματικό μνημόνιο.
4) Γενικευμένη και μη ανταποδοτική υπερφορολόγηση ως εμπόδιο στην ανάκαμψη της χώρας. Ενώ γίνονται αναφορές στην επιθυμία μείωσης του φορολογικού βάρους, μετά από μια δεκαετία κατά την οποία το κράτος θεωρούσε ότι η ήδη υψηλή φορολογία έπρεπε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, η δυνατότητα αυτή παραμένει ευχή, καθώς συναρτάται με την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου, την ώρα μάλιστα που παράλληλα με τη φορολογία, αυξάνονται και σημαντικές δημόσιες δαπάνες όπως η μισθοδοσία και οι επιδοματικές παροχές. Δεν τίθεται πουθενά ως φλέγον ζήτημα το γεγονός ότι ο κύριος παράγοντας εκκόλαψης της κρίσης, ήταν το, αναλογικά με το μέγεθος του ιδιωτικού τομέα, μεγάλο κράτος και η μη ανταποδοτικότητα των φόρων λόγω της χαμηλής ποιότητας των δημόσιων αγαθών.
5) Διατύπωση σαφούς και ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής. Το κείμενο ορθά καταγράφει το πρόβλημα της αποβιομηχάνισης από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, ενώ προβλέπει και τη λειτουργία μιας σειράς ομάδων εργασίας και ενός Forum για τη βιομηχανία, αν και ούτε ποσοτικοποιεί την αποβιομηχάνιση ούτε θέτει στόχους αντιστροφής της. Παράλληλα, απουσιάζει μια αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο η ιστορική διαδρομή αποβιομηχάνισης της χώρας μπορεί να σχετίζεται με τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας, και ιδίως την επιβαρυντική τιμολόγηση της ενέργειας για βιομηχανική χρήση, καθώς και την αγορά εργασίας, και ιδίως τη διόγκωση του μη μισθολογικού κόστους και του πλαισίου εργασιακών σχέσεων.
6) Χρηματοδότηση ιδιωτικού τομέα. Περιλαμβάνονται όντως δράσεις για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Όμως, οι προτεινόμενες δράσεις, επικεντρώνονται σε μια απαρίθμηση των κρατικών και ευρωπαϊκών δομών και πόρων, τη δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας και τις δράσεις διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ήδη προβλέπει το πρόγραμμα προσαρμογής.
7) Ηχηρή απουσία της «καλύτερης νομοθέτησης» και ολοκληρωμένου σχεδίου αποκέντρωσης. Αν και υπάρχουν αναφορές σε δράσεις ενδυνάμωσης της διοίκησης και καλύτερου συντονισμού του κυβερνητικού έργου, που εν πολλοίς αναπαράγουν τις αναφορές που υπάρχουν και στο πρόγραμμα προσαρμογής, απουσιάζει μια αναφορά στην καλύτερη νομοθέτηση. Η απουσία αυτή δεν είναι τυπική, καθώς μια σχετική απουσία αντανακλά την προσέγγιση του συντάκτη και το γεγονός ότι, ακόμα και αν προστεθεί εκ των υστέρων, η ατζέντα της καλύτερης νομοθέτησης και της ποιότητας των διαβουλεύσεων δεν έχει ήδη αξιολογηθεί ως κάτι απόλυτα απαραίτητο και ως δράση υψηλής προτεραιότητας. Επίσης, δε γίνεται μια αξιολόγηση της ανάγκης αποκέντρωσης προς τις περιφέρειες και τους ΟΤΑ, όχι μόνο ουσιαστικών οικονομικών και διοικητικών εξουσιών, αλλά και ανάπτυξης ενός επαρκούς πλαισίου διαφάνειας και λογοδοσίας, ως κομβική προϋπόθεση ενεργοποίησης της ικανότητας δράσης της διοίκησης και αποδέσμευσης της από την κεντρική γραφειοκρατία.
8) Απουσία ενός σχεδίου αναβάθμισης της ποιότητας διακυβέρνησης. Η αναφορά στην ανάπτυξη ευρύτατων ψηφιακών εργαλείων από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης συνεπάγεται και μια πρωτοφανή αύξηση της ικανότητας του κράτους να ελέγχει κεντρικά όλο και περισσότερο κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής πολιτών και επιχειρήσεων. Ήδη η εμπειρία των προηγούμενων ετών, όταν τα προγράμματα προσαρμογής και εθνικές πολιτικές οδήγησαν στην ενίσχυση των εργαλείων και της οργάνωσης των φορολογικών αρχών, ανέδειξε τους σχετικούς κινδύνους. Εξοπλισμένες με ψηφιακά εργαλεία αυξημένης αποτελεσματικότητας, οι αρχές αντιμετώπισαν πολίτες και επιχειρήσεις κατ’ εξακολούθηση, με τρόπο που παράβαινε ευθέως το νόμο και το Σύνταγμα, αν και στη περίπτωση ορισμένων εμβληματικών φορολογικών ζητημάτων, όπως είναι οι παραγραφές ελεγχόμενων χρήσεων, τελικά η δικαιοσύνη παρέσχε εργαλεία άμυνας στους πολίτες έναντι της παράνομης συμπεριφοράς των αρχών.
9. Σύνδεση προτάσεων με την υλοποίηση των αναφερόμενων δράσεων. Σε ορισμένα ζητήματα όπως του εκπαιδευτικού συστήματος, της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων ή της προώθησης της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου της χώρας, οι αναφορές σε στόχους και δράσεις είναι μεν πειστικές, αλλά το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην πραγματικότητα κινούνται συχνά σε αντίθετη κατεύθυνση, υπονομεύει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη και στο υπόλοιπο κείμενο, στο οποίο οι δράσεις αφορούν ακόμα στο απώτερο μέλλον. Ενδεικτικά, οι αναφορές για βελτιωμένη διοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αυξημένη αυτονομία, αξιολόγηση και ποιοτική αναβάθμιση του περιεχομένου των προγραμμάτων τους, αλλά και οι αναφορές για βελτιωμένη συνεργασία επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων, προσπαθούν να πείσουν τον αναγνώστη ότι ο αναπτυξιακός στόχος επιτυγχάνεται μέσω της αναφοράς, παρά της υλοποίησης, πολλαπλών δράσεων.
10) Ανάδειξη της παιδείας και της επαγγελματικής κατάρτισης ως μείζονα στοιχεία οικονομικής ανάπτυξης. Η μόρφωση και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν καθοριστικό στοιχείο των προοπτικών απασχόλησης, των αμοιβών, της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας, και της ευημερίας της κοινωνίας γενικότερα. Μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη της εξωστρέφειας στην οικονομία, των επιχειρήσεων δηλαδή που παράγουν, εξάγουν και δημιουργούν βιώσιμες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, συνδέεται άμεσα με τις κατευθύνσεις που δίνονται, και τους πόρους που διοχετεύονται στην παιδεία και την επαγγελματική κατάρτιση. Και στα δύο αυτά επίπεδα, η αναπτυξιακή στρατηγική παραμένει ανεπαρκής. Σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες, οι κοινωνικοί εταίροι έχουν ουσιαστική συμμετοχή στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, ενώ στην αναπτυξιακή στρατηγική γίνεται, ορθά, αναφορά στη διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας για την εκπόνηση προγραμμάτων κατάρτισης, οι επιχειρήσεις δεν αναφέρονται πουθενά ως βασικοί παράγοντες του μηχανισμού νομοθέτησης, σχεδιασμού και υλοποίησης.