Ουραγοί έχουν γίνει οι Έλληνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τα εισοδήματά τους, ενώ και η κατανάλωσή τους είναι πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ελλάδας, εκπεφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ανήλθε πέρυσι μόλις στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και ήταν υψηλότερο μόνο από αυτό της Ρουμανίας (63% του μέσου όρου της ΕΕ), της Κροατίας (61%) και της Βουλγαρίας (49%).
Το υψηλότερο επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (253% του μέσου κοινοτικού) και ακολουθούν η Ιρλανδία (184%), η Αυστρία και η Ολλανδία (128%), η Δανία (125%) και η Γερμανία (123%).
Η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση των Ελλήνων, εκπεφρασμένη επίσης σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ανερχόταν το 2017 στο 77% του μέσου όρου της ΕΕ και ήταν υψηλότερη από την κατανάλωση των κατοίκων 9 χωρών της ΕΕ.
Η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση κυμάνθηκε στις χώρες της ΕΕ από το 55% έως το 130% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα κράτη-μέλη της ΕΕ κυμάνθηκε από 49% ως 253% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ο υψηλότερος δείκτης κατά κεφαλήν κατανάλωσης στην «ΕΕ των 28» καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (130% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), στη Γερμανία (122%) και την Αυστρία (118%).
Το χαμηλότερο επίπεδο κατά κεφαλήν κατανάλωσης καταγράφηκε στη Βουλγαρία (55%) και στην Κροατία (61%).