Συνεχίστηκε η ανοδική πορεία των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τον Μάιο 2018 σημειώνει η Eurobank Research στο τελευταίο τεύχος του δελτίου "7 Ημέρες Οικονομία" τονίζοντας τη σημασία του ρόλου του θεσμού της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει η Eurobank, ως γνωστόν, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα πέραν του θεμελιώδους στόχου της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αντιμετωπίζει παράλληλα και τη σημαντική πρόκληση της ενίσχυσης του λογαριασμού των καταθέσεων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το υψηλό επίπεδο αποεπένδυσης των 7 τελευταίων ετών (μείωση του πραγματικού φυσικού κεφαλαίου κατά -€72,5 δις) ο ρόλος του θεσμού της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, δηλαδή του κεντρικού διαύλου μέσω του οποίου η ροή αποταμιευτικών πόρων μετατρέπεται σε ροή επενδύσεων, είναι ζωτικής σημασίας για την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε ένα βιώσιμο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το σύνολο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα στα εγχώρια νομισματικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΝΧΙ) διαμορφώθηκε στα €128,1 δις τον Μάιο 2018 (72,1% του ονομαστικού ΑΕΠ 2017) καταγράφοντας μηνιαία αύξηση της τάξης του €1,1 δις. Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1Β, το 56,1% (€0,6 δις) της προαναφερθείσας μεταβολής προήλθε από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και το υπόλοιπο 43,9% (€0,5 δις) από τα νοικοκυριά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στους 12 από τους 13 τελευταίους μήνες η μηνιαία μεταβολή των καταθέσεων ιδιωτικού τομέα ήταν σε θετικό έδαφος με τη σωρευτική αύξηση να διαμορφώνεται στα €9,1 δις (+€5,7 δις για τα νοικοκυριά και +€3,4 δις για τις επιχειρήσεις). Για το ίδιο χρονικό διάστημα το σύνολο της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τα εγχώρια ΝΧΙ συρρικνώθηκε κατά -€13,9 δις (-€7,2 δις για τις επιχειρήσεις, -€6,0 δις για τα νοικοκυριά και -€0,8 δις για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις). Ως εκ τούτου η απόκλιση ανάμεσα στο επίπεδο των καταθέσεων και της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από -€73,8 δις τον Απρίλιο 2017 μειώθηκε – σε απόλυτους όρους – στα -€50,9 δις τον Μάιο 2018 (-€85,9 τον Ιούνιο 2015 και -€89,2 δις τον Ιούνιο 2012). Η εν λόγω εξέλιξη (βελτίωση της ρευστότητας) αποτυπώνεται στη μείωση της εξάρτησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από τον δανεισμό του Ευρωσυστήματος και του Έκτακτου Μηχανισμού Παροχής Ρευστότητας (ELA).
Η ανοδική πορεία των καταθέσεων συνδέεται με τη γενική τάση βελτίωσης του οικονομικού κλίματος και την ενίσχυση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Επί παραδείγματι, ο δείκτης οικονομικού κλίματος (στοιχεία ΙΟΒΕ) παρά τη μηνιαία πτώση που σημείωσε τον Μάιο 2018 (από τις 104,2 μονάδες δείκτη (ΜΔ) τον Απρίλιο 2018 στις 102,5 ΜΔ), παρέμεινε σε ανοδική τροχιά για το σύνολο του 2ου τριμήνου 2018 (βλέπε Σχήμα 2). Επιπρόσθετα, με εξαίρεση τον δείκτη εμπιστοσύνης στη βιομηχανία, όλοι οι υπόλοιποι επί μέρους δείκτες εμπιστοσύνης κατέγραψαν άνοδο το 2ο τρίμηνο 2018 (βλέπε Σχήμα 3).
Σχήμα 3: Δείκτες Εμπιστοσύνης – Βιομηχανία, Υπηρεσίες, Λιανικό Εμπόριο και Κατασκευές (μονάδες δείκτη (ΜΔ))
Ως γνωστόν οι καταθέσεις στα εγχώρια ΝΧΙ αποτελούν ένα υποσύνολο (το μεγαλύτερο) της συνολικής ζήτησης χρήματος (Md, money demand) στην οικονομία. Η τελευταία είναι θετική συνάρτηση του εισοδήματος και αρνητική του επιτοκίου (κόστος ευκαιρίας διακράτησης ρευστών διαθεσίμων). Ως εκ τούτου η μακροχρόνια ενίσχυση του συνόλου των καταθέσεων θα εξαρτηθεί από την πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της ελληνικής οικονομίας (δημιουργία πλούτου). Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η μείωση της αβεβαιότητας, η δημιουργία προσδοκιών για επιστροφή στην κανονικότητα και η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση των καταθέσεων μέσω της επιστροφής των κεφαλαίων που βρίσκονται εκτός του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά εντός της ελληνικής επικράτειας (€32,9 δις τον Μάιο 2018).
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2018 τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν αύξηση έναντι του στόχου κατά +€834 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση. Από την πλευρά των δαπανών καταγράφηκε μείωση έναντι του στόχου κατά -€516 εκατ. Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα και το ισοζύγιο ΚΠ ήταν υψηλότερα σε σχέση με το στόχο κατά +€1.345 εκατ. και +€1.350 εκατ. αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2018 τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν αύξηση έναντι του στόχου κατά +€834 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση. Η εν λόγω επίδοση οφείλεται κυρίως στη θετική απόκλιση που εμφάνισαν σε σχέση με τον στόχο τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού (ΤΠ) προ επιστροφών φόρων κατά +€757 εκατ. και τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων κατά +€176 εκατ. Σημειώνουμε ότι οι επιστροφές φόρων – λογαριασμός ο οποίος εισέρχεται αφαιρετικά στον προσδιορισμό των καθαρών εσόδων του ΤΠ – παρουσίασαν θετική απόκλιση έναντι του στόχου της τάξης των €561 εκατ., με αποτέλεσμα τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού μετά από επιστροφές φόρων να παρουσιάσουν θετική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο της τάξης των +€372εκ. Τέλος, αυξημένα σε σχέση με τον στόχο κατά +€462 εκατ. εμφανίστηκαν και τα έσοδα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (γεγονός που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις αυξημένες εισροές από την Ε.Ε.).
Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε υστέρηση έναντι του στόχου της τάξης των -€516 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, €19.235 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των €19.751 εκατ.). Η εν λόγω υστέρηση οφείλεται εξ ολοκλήρου στις δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ), που κατέγραψαν ισόποση αρνητική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο (ήτοι -€516 εκατ.).
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα για τους πρώτους πέντε μήνες του 2018 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους €1.525 εκατ., σημαντικά υψηλότερο κατά +€1.345 εκατ. έναντι του στόχου, πλην όμως μικρότερο κατά -€315 εκατ. ή κατά -17,1% σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα για την ίδια περίοδο το 2017. Τέλος, το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €813 εκατ., αυξημένο τόσο σε σχέση με τον στόχο κατά €1.350 εκατ., γεγονός που οφείλεται στη βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου, όσο και με το αντίστοιχο διάστημα για το 2017 κατά €429 εκατ. ή κατά 34,5%