H έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα θα είναι πιθανότατα επιτυχημένη, τονίζει η Morgan Stanley σε ανάλυσή της. Όπως υποστηρίζει η οικονομία πηγαίνει καλύτερα και η βιωσιμότητα χρέους έχει βελτιωθεί. Εκτιμά ότι θα υπάρξουν περαιτέρω αναβαθμίσεις από τους οίκους, ενώ δημιουργείται παράθυρο ευκαιρίας για ένταξη της χώρας στο QE. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, τονίζει ότι το μονοπάτι του χρέους δείχνει περισσότερο αβέβαιο.
Το κλειδί της επιτυχίας
Η Ελλάδα ακολουθεί τα βήματα των άλλων περιφερειακών χωρών, τονίζει: «καθαρή έξοδος» μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής. Υπάρχουν ωστόσο, πολλά στοιχεία για να κάνουν την έξοδο επιτυχημένη, κάποια εκ των οποίων δεν είναι στον έλεγχο της χώρας. Μεγαλύτερες διακυμάνσεις στις αγορές, για παράδειγμα, εξαιτίας της αβεβαιότητας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, είναι ένα ρίσκο. Η Morgan Stanley ωστόσο, υποστηρίζει ότι εκτός εάν υπάρξει έκπληξη σε αυτό το μέτωπο, η κατάσταση στην ελλάδα βελτιώνεται με τρόπο που το σενάριο της εξόδου θα γίνει πραγματικότητα.
Τα βασικά μαξιλάρια είναι το μεγάλο ποσό για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, αλλά και το γεγονός ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας δείχνει σε καλύτερη κατάσταση, με την εξάρτηση από τον ELA να έχει μειωθεί κατακόρυφα, αν και τα κόκκινα δάνεια παραμένουν υψηλά. Η χαλάρωση των capital controls είναι επίσης θετική εξέλιξη.
Σε κάθε περίπτωση ο οίκος στο ερώτημα αν είναι το χρέος βιώσιμο σχολιάζει ότι «δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση», αλλά οι μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις είναι καλές.
Στους βραχυπρόθεσμους καταλύτες περιλαμβάνει την πιθανότητα αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, κάτι που θα στηρίξει την επενδυτική εμπιστοσύνη. Ένα αλλό ερώτημα είναι αν θα ενταχθεί η χώρα στο QE. Εκτιμά ότι με δεδομένη την εκτίμηση της Κομισιόν ότι το χρέος θα ακολουθήσει καθοδική πορεία υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας ώστε η ΕΚΤ να κάνει αυτό το βήμα. Το παράθυρο ωστόσο μπορεί να είναι «μικρό» καθώς μετά το τέλος του προγράμματος στις 20 Αυγούστου, η επιλεξιμότητα δείχνει απίθανη, δεδομένης της αξιολόγησης της οικονομίας σε επίπεδο κατώτερο της επενδυτικής βαθμίδας.
Σε ότι αφορά τη μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα, ο οίκος στέκεται στο θέμα του χρέους. Ωστόσο σημειώνει ότι οι θεσμοί δηλώνουν έτοιμοι να βοηθήσουν αν τα πράγματα εξελιχθούν χειρότερα απ’ όσο αναμένεται, κάτι που προσφέρει κάποια εξασφάλιση.
Μια αναδυόμενη ανάπτυξη
Η Morgan Stanley θυμίζει ότι η χώρα έχασε το 25% του ΑΕΠ στην κρίση αλλά τώρα ανακάμπτει και δείχνει ελαφρά ισχυρότερο μομέντουμ. Αυτό είναι ενθαρρυντικό, τονίζει, αλλά πρέπει να διατηρηθεί. Η εκτίμηση είναι ότι φέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,3%, όσο και το 2019 και γύρω στο 2% την περίοδο μεταξύ 2020-22. Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από τη μέση εκτίμηση.
Σημειώνει ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία η ανάπτυξη στηρίζεται στον εξαγωγικό τομέα και τις επενδύσεις και όχι στην κατανάλωση, κάτι που είναι σε αυτή τη φάση θετικό.
Η εγχώρια κατανάλωση παραμένει το κλειδί, αναφέρει, θυμίζοντας ότι αυτό έχει φανεί σε άλλες χώρες που πέρασαν από πρόγραμμα προσαρμογής. Οι εξαγωγές θα βοηθήσουν, αλλά στην Ελλάδα η εξάρτηση από τις εισαγωγές παραμένει υψηλή. Ετσι, χρειάζεται προσοχή στα θεμελιώδη στοιχεία για την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Όπως σχολιάζει, καταγράφεται βελτίωση σε ότι αφορά την καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού εξακολουθεί να παλεύει για να βρει αισιοδοξία για την οικονομία. Αυτό δεν είναι πολύ θετικό καθώς επηρεάζει τις αποφάσεις των νοικοκυριών αναφορικά με τις δαπάνες τους.
Από την άλλη πλευρά, η εμπιστοσύνη μπορεί να βελτιωθεί επειδή η αγορά εργασίας ανακάμπτει και αυξάνονται οι προσλήψεις. Η μείωση της ανεργίας συνεχίζεται για αρκετό καιρό αλλά η αύξηση των μισθών δεν δείχνει ιδιαίτερη δυναμική, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί για αρκετό διάστημα αν πρόκειται να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα.
Σε ότι αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, η Morgan Stanley εκτιμά ότι έχει σταματήσει να μειώνεται και οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών πιθανά θα αρχίσουν πάλι να αυξάνονται.
Ενώ πάντως στα νοικοκυριά η εικόνα είναι μικτή, οι επιχειρήσεις δείχνουν εν γένει αισιόδοξες για την οικονομική κατάσταση και αυτό δεν οφείλεται σε ένα κλάδο αλλά τόσο στη βιομηχανία, όσο και στις υπηρεσίες και το λιανεμπόριο. Στις κατασκευές η βελτίωση είναι πολύ πιο μέτρια, αν και υπάρχει κάποια.
Αυτή η στροφή λειτουργεί ενισχυτικά στις επενδύσεις και οι εταιρείες δείχνουν έτοιμες να επεκτείνουν τις κινήσεις τους επενδύοντας αυξανόμενο ποσοστό από τα κέρδη τους. Ακόμα, όμως, οι επενδυτικές κινήσεις βρίσκονται κάτω από τις επενδύσεις, κάτι που σημαίνει ότι ως σύνολο στην οικονομία δεν επενδύονται αρκετά για να διατηρηθεί το υφιστάμενο δυναμικό. Αυτό γίνεται μετά από χρόνια πολύ μειωμένων επενδύσεων και πιθανά επηρεάζει τη δυνητική ανάπτυξη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πράγματα βελτιώνονται, συνεχίζει η Morgan Stanley αλλά το να πάμε σε υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά θα εξαρτηθεί από μια σειρά θετικών αποτελεσμάτων που θα βάλουν το σπόρο ενός «ενάρετου κύκλου», κάνοντας την ανάπτυξη βιώσιμη. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα εξωτερικά ρίσκα αυξάνονται.
Συνοψίζοντας για ο οίκος τονίζεται ότι η κυκλική ανάκαμψη θα αρχίσει να αποκτά σταδιακά κάποιο μομέντουμ. Όμως εκτός από τον οικονομικό κύκλο, η δυνητική ανάπτυξη είναι επίσης κλειδί. Το υψηλό χρέος που υπάρχει σημαίνει ότι το στοιχείο αυτό θα είναι αντικείμενο προσοχής για δεκαετίες. Η ανάπτυξη θα είναι το κλειδί της λύσης.
Πηγή: euro2day