H Ελλάδα μπορεί να βγαίνει από το πρόγραμμα τον Αύγουστο ωστόσο χρειάζεται ανάπτυξη, επενδύσεις και απόλυτη τήρηση των μεταρρυθμίσεων και των πολιτικών που έχουν συμφωνηθεί, σημειώνει η HSBC σε νέα έκθεσή της.
Η ανάπτυξη της Ελλάδας έχει ήδη εκπλήξει θετικά στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, με το ΑΕΠ να αυξάνεται 0,8% σε τριμηνιαία βάση (+ 2,3% ετησίως, η μεγαλύτερη αύξηση από πριν από την κρίση), σημειώνει η βρετανική τράπεζα. Οι καθαρές εξαγωγές παραμένουν ο κύριος οδηγός - εν μέρει χάρη στον τουρισμό - ενώ οι επενδύσεις υποχώρησαν μετά τη μεγάλη άνοδο το τελευταίο τρίμηνο του 2017. Υπήρξε επίσης μια αναζωογόνηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία σημείωσε θετικό ρυθμό ανάπτυξης για πρώτη φορά από το τέλος του 2016. Μέχρι στιγμής η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αναμένεται να συνεχιστεί καθώς το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι υψηλό (20,8% τον Απρίλιο) σε βάρος της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας, σκηνικό παρόμοιο με αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια στην Ισπανία, η οποία σημείωσε επίσης τεράστια αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Μετά την ισχυρή απόδοση του α' τριμήνου και τη βελτίωση της δυναμικής της ανάπτυξης, η HSBC αύξησε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη φέτος στο 2,1% (από 1,9%), αλλά άφησε την εκτίμηση για το 2019 αμετάβλητη στο 2,5%. Επίσης αναμένει μεγαλύτερη στήριξη στην ανάπτυξη από τον κυβερνητικό τομέα, λόγω των λιγότερων δημοσιονομικών περιορισμών. Ωστόσο, η ανοδική τάση περιορίζεται από την πιθανή επιβράδυνση της ανάπτυξης σε άλλες περιοχές της ευρωζώνης και τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου, οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν τις καταναλωτικές δαπάνες.
Για την αγορά εργασίας καθοριστικής σημασίας είναι να υπάρξει μια σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας η οποία θα ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας, ιδίως υπό το πρίσμα των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων (μία άλλη επίπτωση κρίσης ήταν ότι πολλοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και πήγαν στο εξωτερικό). Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί και που κυμαίνονται από την αγορά εργασίας έως τις συντάξεις. Αλλά κατά την άποψη της HSBC, οι επενδύσεις είναι επίσης καθοριστικές. Οι πραγματικές επενδύσεις εξακολουθούν να είναι 40% χαμηλότερα από τα επίπεδα προ κρίσης και αντιστοιχούν τώρα μόνο στο 13% του ΑΕΠ, το ήμισυ του επιπέδου πριν από την κρίση (25%). Αυτό αντανακλά τις περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις - αν και πέρυσι αυξήθηκαν στο 4,6% του ΑΕΠ από 2,5% το 2012 - και τον αντίκτυπο της κρίσης στην εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η χρόνια αδυναμία της Ελλάδας να προσελκύσει ξένες άμεσες επενδύσεις διαδραματίζει επίσης κάποιο ρόλο και εάν η χώρα γίνει πιο ανοιχτή σε αυτές θα βοηθήσει σημαντικά στην ανάπτυξη.
Μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο η Ελλάδα θα πρέπει να εκπληρώσει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους (πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως 2022 και 2% μετά) και να εφαρμόσει τα μέτρα πολιτικής που ορίζει η ενισχυμένη εποπτεία. Σε αντάλλαγμα, η ευρωζώνη συμφώνησε να επιστρέψει τα κέρδη της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα, ενώ η χώρα θα λάβει επίσης 10 έτη περίοδο χάριτος και 10ετή επιμήκυνση στα δάνεια των 131 δισ. ευρώ της ευρωζώνης, με τις αποπληρωμές χρεών και τόκων να αφορούν το διάστημα μετά το 2033. Ωστόσο, δεν αναφέρθηκαν πιθανά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους πέραν του 2033, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον γαλλικό μηχανισμό, γεγονός που καθιστά απίθανο το ΔΝΤ να "σφραγίσει" τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (DSA).
Κίνδυνοι
Εάν το ΔΝΤ δεν καταλήξει σε μία θετική DSA, όπως επισημαίνει η HSBC, αυτό θα μπορούσε να περιορίσει βραχυπρόθεσμα την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, τις αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων και τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας. Αλλά τα θετικά υπερβαίνουν τα αρνητικά, κατά την άποψη της βρετανικής τράπεζας. Η Ελλάδα ολοκληρώνει τη διάσωση με ένα μαξιλάρι μετρητών ύψους 24 δισ. ευρώ (περίπου 13% του ΑΕΠ) και είναι χρηματοδοτημένη πλήρως μέχρι το 2020 (αν όχι περισσότερο). Μετά τις επεκτάσεις, η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους θα είναι πάνω από 20 χρόνια. Εάν η Ελλάδα δείξει ότι είναι σοβαρή σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να προκαλέσει ένα θετικό κύκλο βελτίωσης της βιωσιμότητας του χρέους και χαμηλότερων αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα.
Επίσης, η HSBC βλέπει κίνδυνο ενδεχόμενων πρόωρων εκλογών, λόγω των πρόσφατων διαφωνιών μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Καθώς η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευθεί να συνεχίσει την εφαρμογή του προγράμματος, οι πιθανοί κίνδυνοι από τις πρόωρες εκλογές περιορίζονται. Ωστόσο, κάποια αβεβαιότητα ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει την ανάκαμψη και, με τη σειρά του, και το επενδυτικό κλίμα.