Στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης οδηγείται η υπόθεση των παράνομων προμηθειών ιατρικών υλικών, η οποία ερευνάται τα τελευταία χρόνια στο Γενικό Νοσοκομείο Έδεσσας. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα καθίσουν τέσσερις ορθοπεδικοί εις βάρος των οποίων είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις σε βαθμό κακουργήματος.
Πρόκειται για γιατρούς που κατά την τελευταία δεκαπενταετία κατείχαν, κατά περίπτωση, τις θέσεις των διευθυντών και επιμελητών α' και β' της ορθοπεδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Έδεσσας. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης τους παραπέμπει με βούλευμα σε δίκη για απιστία, ενώ καταλογίζει στους τρεις πρώτους ότι προκάλεσαν ζημιά στο ελληνικό Δημόσιο, ύψους 277.513 ευρώ, ενώ για τον τέταρτο, η προκληθείσα ζημιά υπολογίζεται σε 212.614 ευρώ.
«Αξιοποίησαν επιμελώς τις αδυναμίες του συστήματος ελέγχου προμηθειών υλικών της ορθοπεδικής κλινικής και την καθημερινή εφημερία του νοσοκομείου, προκειμένου να προσδώσουν νομιμοφάνεια στις εγκληματικές τους ενέργειες, εμφανίζοντας τις παραγγελίες υλικών διαρκώς ως αφορώσες σε έκτακτα περιστατικά και συστηματικά συνοδεύοντάς τες με ασαφείς γνωματεύσεις, προκειμένου να καθίσταται ευχερές στις προμηθεύτριες εταιρείες να υπαγάγουν την παραγγελία τους σε ακριβότερους κωδικούς υλικών, αυξάνοντας τον όγκο συναλλαγών με το νοσηλευτικό ίδρυμα και ζημιώνοντας αντίστοιχα την περιουσία του και κατ' επέκταση του ελληνικού Δημοσίου» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο υπ' αριθμόν 557/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο εκθέτει αναλυτικά 181 περιπτώσεις ορθοπεδικών επεμβάσεων, που διενεργήθηκαν κυρίως κατά τη διετία 2008/09.
Εξάλλου, το ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο καταλογίζει σε έναν από τους παραπάνω κατηγορούμενους, ηλικίας 65 ετών, που υπήρξε διευθυντής στην ορθοπεδική κλινική του συγκεκριμένου νοσοκομείου, ότι χρηματιζόταν από προμηθεύτριες εταιρείες, προκειμένου να χρησιμοποιεί τα ορθοπεδικά υλικά τους στα χειρουργεία που εκτελούσε. Κατά το παραπεμπτικό βούλευμα, την περίοδο 2004-09 φέρεται ότι ζήτησε και έλαβε το ποσό των 805.369 ευρώ, ενώ ο ίδιος κατηγορείται και για «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος», μέσω αγοραπωλησιών ακινήτων και αυτοκινήτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εξηνταπεντάχρονος, πάντα κατά το βούλευμα, χρηματοδότησε την αγορά διώροφου ξενώνα κοντά στον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας, με φερόμενη ως αγοράστρια ανώνυμη εταιρεία, η οποία ήταν δικών του συμφερόντων, αφού ως μέτοχοι και μέλη του διοικητικού της συμβουλίου εμφανίζονταν συγγενικά του πρόσωπα και άτομα με τα οποία διατηρεί σχέσεις, όπως ο αδελφός του, ο γιος του, ο ανιψιός του και η σύντροφός του, που παραπέμπονται στο εδώλιο του ίδιου δικαστηρίου για συνέργεια στο «ξέπλυμα». Ακόμη, φέρεται να ίδρυσε off shore εταιρεία με έδρα την Κύπρο, της οποίας ως νόμιμος εκπρόσωπος εμφανιζόταν ο κατηγορούμενος αδελφός του.