Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μετέφερε χθες το μήνυμα για την μέχρι "κεραίας" συνέχιση και εφαρμογή όσων έχουν συμφωνηθεί, όχι μόνο για την περικοπή του αφορολόγητου, των συντάξεων και των άλλων μνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά και για τη λήψη ενός νέου κύματος μεταρρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την έξοδο από την κρίση.
Στο πεδίο του χρέους το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν επίσης απαισιόδοξο, μιλώντας για προβλήματα βιωσιμότητας και για προσκόμματα στην πρόσβαση της χώρας στις αγορές σε μεσοπρόθεσμο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Και τούτο διότι, όπως ανέφερε, οι δεσμεύσεις των υπουργών Οικονομικών σε επίπεδο Eurogroup για ένα νέο κύμα παρεμβάσεων το 2032 αν αυτό κριθεί αναγκαίο (σ.σ. το ΔΝΤ το θεωρεί αναγκαίο), ίσως να μην επαρκέσουν τα επόμενα χρόνια ως το "ασφάλιστρο" για την διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών.
Το Ταμείο στην έκθεσή του βάζει "αστερίσκους" και στο αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, ασκώντας κριτική για ανεπάρκειες, αλλά και στην κεφαλαιακή διασφάλιση των τραπεζών τα επόμενα χρόνια. Στις τράπεζες, υποχώρησε μεν από τη θέση του περί αναγκών 10 δισ. ευρώ, αλλά κάνει λόγο για την ανάγκη να υπάρχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας για πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες στο μέλλον. Υπάρχει αναφορά για πιθανή ανάγκη έως 1,9 δισ. ευρώ για τρεις τράπεζες. Επίσης αναφορά γίνεται για αβεβαιότητες που συνδέονται με την επιστροφή των καταθέσεων και για πιθανή ανάγκη ακόμα ταχύτερης μείωσης των κόκκινων δανείων.
Μείωση αφορολογήτου – συντάξεων χωρίς "δημοσιονομικό χώρο"
Στο δημοσιονομικό πεδίο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατέστησε σαφές ότι επαρκούν τα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί (δηλαδή η μείωση των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου από το 2020), για να αυξηθεί και να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι δεν είναι βέβαια αυτή τη στιγμή η εφαρμογή των αντιμέτρων, τουλάχιστον στο σύνολό τους.
Επίσης εκτιμά ότι δεν υπάρχει ο επιπλέον "δημοσιονομικός χώρος". Δηλαδή το περιθώριο για πρόσθετες παρεμβάσεις τις οποίες έχει ήδη περιλάβει η κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο προϋπολογισμό 2019-2022 (ξεκινούν με μείωση φόρων 700-800 εκατ. ευρώ από το 2019).
Στο διαρθρωτικό πεδίο, το Ταμείο καθιστά σαφές ότι δεν πρέπει να ανατραπούν μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και ότι πρέπει να υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Θεωρεί δεδομένο και έναν νέο γύρο μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων, προκειμένου να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Κάνει αναφορά και σε μία σειρά από κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία τους επόμενους μήνες και χρόνια. Ως τον πιο βασικό θεωρεί αυτόν των εκλογών, δηλαδή του κινδύνου ανατροπής όσων έχουν υλοποιηθεί και συμφωνηθεί, λόγω των πιέσεων που θα ενταθούν εξαιτίας του εκλογικού κύκλου.
Αναφέρεται επίσης σε πολύ δύσκολους δημοσιονομικούς στόχους (οι οποίοι ακόμα και αν υπάρξει προσπάθεια επίτευξής τους μπορούν να ανατραπούν από τα πραγματικά δεδομένα). Επίσης μιλά για τους κινδύνους που συνδέονται με τις δικαστικές αποφάσεις που εκκρεμούν αλλά και με τις υφεσιακές πιέσεις που μπορεί να προκαλέσουν τα ίδια τα μέτρα, ζητώντας επιπλέον αλλαγή του μείγματος πολιτικής με εξεύρεση του δημοσιονομικού χώρου (μέσω περικοπών δαπανών και άλλων παρεμβάσεων), ούτως ώστε να μειωθούν οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αλλά και οι φόροι (φέρνει ως παράδειγμα την άρση όλων των εξαιρέσεων στο πεδίο του ΦΠΑ για να μειωθούν ενιαία οι συντελεστές στην συνέχεια).
Καμπανάκι για χρέος
Στο πεδίο του χρέους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξο στις προβολές του για το μέλλον, βλέποντας χαμηλότερη ανάπτυξη και πλεονάσματα σε σχέση με την Κομισιόν, αλλά και χειρότερους όρους πρόσβασης στις αγορές. Έτσι, υπολογίζει ότι η βιωσιμότητα του χρέους επιδεινώνεται και ότι αυτό θα καταστεί μη βιώσιμο από το 2038 και μετά. Δηλαδή τότε θα αρχίσουν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να ξεπερνούν το ανώτατο όριο του 20% του ΑΕΠ.
Αντίδραση Αθήνας
Οι επισημάνσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προκάλεσαν την αντίδραση της ελληνικής πλευράς, όπως αυτή αποτυπώνεται στην τρισέλιδη επιστολή του εκπροσώπου της το ταμείο Μ. Ψαλιδόπουλου που περιλαμβάνεται στο πακέτο εγγράφων που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα με βάση το άρθρο 4 του Καταστατικού του Ταμείου.
Εγκαλεί το ΔΝΤ για τις θέσεις του, αφήνει αιχμές για μία σταθερά απαισιόδοξη στάση του Ταμείου, ζητά να δημοσιοποιηθούν τα αναλυτικά δεδομένα για τις εκτιμήσεις του και επισημαίνει ότι αγνοούνται σημαντικά επιτεύγματα της κυβέρνησης και της οικονομίας.
Το ΔΝΤ προαναγγέλλει ότι θα κοινοποιήσει νέα έκθεση για την Ελλάδα στις αρχές του 2019 και θα διενεργεί εφεξής έλεγχο στην ελληνική οικονομία ανά έξι μήνες.