Την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους κατά την περίοδο 2005-2016 αποτυπώνει έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδας. Η έλλειψη ανταγωνισμού, η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ και η έκρηξη των φόρων ανέβασαν τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Τα μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς.
Την έκρηξη του ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων την περίοδο 2005 -2016 επιδιώκει να αναλύσει έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδας εντοπίζοντας τα αίτια αφενός στους φόρους που επιβλήθηκαν στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος και αφετέρου στη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην αγορά.
Σύμφωνα με τις διευθύνσεις Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της ΤτΕ και του Παντείου Πανεπιστημίου «η αύξηση του ενεργειακού κόστους τα τελευταία χρόνια οφείλεται στη σημαντική άνοδο των τιμών της ενέργειας, τόσο στην αγορά χονδρικής όσο και στην αγορά λιανικής. Οι τιμές των πετρελαιοειδών, του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα λόγω και της σημαντικής αύξησης των φόρων και άλλων επιβαρύνσεων», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της έκθεσης Πηνελόπη Ζιούτου (ΤτΕ) και Δημήτριος Σιδέρης (Πάντειο). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις τους, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά περίπου 150% την περίοδο 2005-2016, φθάνοντας το 2016 τα 0,17 ευρώ/KWh (Κιλοβατώρα) από 0,07 ευρώ/KWh το 2005.
Ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα των ειδικών είναι πως «αν και παραμένουν (σ.σ. οι τιμές ρεύματος) χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ, η σημαντική αύξησή τους δείχνει ταχύτερη επιδείνωση του κόστους διαβίωσης στην Ελλάδα αυτή την περίοδο».
Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία κατέγραψαν επίσης σημαντική αύξηση (44%), ανερχόμενες στα 0,09 ευρώ/KWh το 2016 από 0,06 ευρώ/KWh το 2005, μεγαλύτερη της αύξησης του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
«Ως αποτέλεσμα, το 2016 οι ελληνικές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία (0,093 ευρώ/KWh) κατέληξαν υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου (0,081 ευρώ/KWh), αποτελώντας αντικίνητρο για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ και συμβάλλοντας αρνητικά στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων», επισημαίνεται στη μελέτη της ΤτΕ.