Η Ελλάδα βγαίνει σήμερα από τα μνημόνια έχοντας «ανοικτές πληγές» και πλήθος προκλήσεων να αντιμετωπίσει, με κυριότερες, το υψηλό δημόσιο χρέος, την υπερφορολόγηση, την έλλειψη χρηματοδότησης, την συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών συνολικού ύψους άνω των 230 δις. ευρώ, τα «κόκκινα» δάνεια, την άρση των capital controls, την ανεργία, τις σημαντικές απώλειες στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, την μείωση του πληθυσμού λόγω της υπογεννητικότητας, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας.
Βέβαια, τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης είναι πράγματι εδώ και από ότι φαίνεται, η τάση θα συνεχιστεί. Ταυτόχρονα, όμως, η ανάκαμψη που διαγράφεται στον ορίζοντα δεν είναι αυτονόητο ότι θα είναι ανθεκτική, ότι θα έλθει γρήγορα και ότι θα είναι βιώσιμη.
Η βιώσιμη ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας που αφορά τους μικρομεσαίους της αγοράς θα εξαρτηθεί από το πότε θα εφαρμοστεί η μείωση των φορολογικών συντελεστών, η ενίσχυση των εσωτερικών επενδύσεων και της εγχώριας παραγωγής, η προώθηση της καινοτομίας, η επέκταση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων, η μεγέθυνση του εμπορίου με μείωση του εμπορικού ελλείμματος, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, η μείωση των επιτοκίων σε ευρωπαϊκά επίπεδα, η επιστροφή των καταθέσεων, της ρευστότητας, η εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας και φυσικά η αύξηση των εισοδημάτων και αντίστοιχα των μισθών.
Εάν όλα τα παραπάνω, δεν ενταχθούν σε ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο που θα ενεργοποιήσει την παραγωγική βάση και θα διασφαλίσει τη διάχυση της ανάκαμψης στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, τότε η όποια βελτίωση της κατάστασης θα περιοριστεί προσωρινά στο επίπεδο των οικονομικών δεικτών και δε θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις αναφέρουν ότι με τους σημερινούς ρυθμούς θα προσεγγίσουμε σε σταθερές τιμές τα οικονομικά επίπεδα του 2009, το έτος 2030.
Εφόσον, όμως, στη χώρα μας, επιταχυνθεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια, περιοριστούν οι κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, καταπολεμηθούν τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και οργανωθεί με έναν συστηματικό τρόπο η δημιουργία ενός ευνοϊκού για το επιχειρείν οικονομικού περιβάλλοντος, τότε θα μιλάμε για το κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό θέμα της δεκαετίας, αφού θα μπορέσουμε να επιφέρουμε στην οικονομία την προσδοκώμενη βελτίωση πολύ νωρίτερα.
Η μετά - μνημονιακή περίοδος απαιτεί εθνικό διάλογο και εθνική συνεννόηση. Πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε σε κάποιες βασικές αρχές, ώστε η 21η Αυγούστου να αποτελέσει ημερομηνία ορόσημο και να χαρακτηριστεί ως η «επόμενη μέρα». Δεν είναι, όμως, δυνατόν τα σημαντικά επίδικα για την επόμενη μέρα, να είναι αντικείμενο μιας άγονης πολιτικής διαμάχης, αλλά μιας πολιτικής συναίνεσης, συνεννόησης και συμφωνίας για την Ελλάδα.
Ο «τίτλος» μάλιστα, της μετά-προγραμματικής περιόδου, από μονός του, μας είναι παντελώς αδιάφορος. Το ζητούμενο για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι το status της μετά-προγραμματικής περιόδου με το περιεχόμενο, τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα συμφωνηθούν. Ας μη αφήσουμε, λοιπόν την ευκαιρία να χαθεί και ας διαμορφώσουμε ένα ευκρινές και σαφές σχέδιο εξόδου, ώστε το 2018 να είναι το τελευταίο έτος σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής.
Γνωρίζουμε ότι τα επικίνδυνα μπορεί να πέρασαν, τα δύσκολα, όμως, είναι ακόμα μπροστά μας.