"Το σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη για την κοινωνική ασφάλιση είναι βαθιά αντικοινωνικό". Αυτό υποστήριξε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, σχολιάζοντας τις εξαγγελίες του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας για το ααφαλιστικό.
Συγκεκριμένα σε συνέντευξή της στο ρ/σ ΑΘΗΝΑ 9.84, η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε τρία σημεία:
«Πρώτον, η πρόταση του κ. Μητσοτάκη για το πέρασμα της επικουρικής ασφάλισης σε ιδιωτικές εταιρείες δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: πώς θα πληρώνονται οι σημερινοί 1,5 εκατομμύριο επικουρικοί συνταξιούχοι, εάν περάσουν οι εισφορές των σημερινών ασφαλισμένων σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες; Και ποιος εγγυάται στα 2,5 εκατομμύρια των σημερινών επικουρικών ασφαλισμένων ότι θα λάβουν συντάξεις, εφόσον δεν θα υπάρχει η υποχρεωτικότητα και πρόνοια του κράτους για τη χορήγηση συντάξεων σε αυτούς.
Δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης αποκλείει την αναδιανεμητική λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης. Πείτε μου, όμως, πώς οι εργαζόμενοι του σήμερα, των τελευταίων ετών, της κρίσης, οι οποίοι δεν είναι στη δική τους ευθύνη το να μην είχαν έναν κανονικό εργασιακό βίο, το να έμειναν με πολύ χαμηλούς μισθούς, να έμειναν δύο χρόνια άνεργοι και να ξαναέβρισκαν δουλειά μετά, ποιος θα εγγυηθεί σε αυτούς τους ανθρώπους αξιοπρεπείς συντάξεις, εάν είχαμε ένα απολύτως ανταποδοτικό σύστημα.
Τρίτον, ο κ. Μητσοτάκης εισηγείται οριζόντια μείωση στο 15% των εισφορών για την κύρια ασφάλιση. Αυτό σημαίνει “μαύρη τρύπα” 2 δισ. ευρώ, ετησίως, στα ασφαλιστικά ταμεία. Έλλειμμα 2 δισ. ευρώ, ετησίως. Αυτό θέλει τελικά. Να ξαναγυρίσει την κοινωνική ασφάλιση στα θηριώδη ελλείμματα, όπως, δηλαδή, μας την παρέδωσαν. Διότι, έτσι, την παραλάβαμε».
Σχετικά με τα εργασιακά, η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι η μεγάλη πλειονότητα των μέτρων «για τα οποία είχαμε δεσμευθεί απέναντι στην ελληνική κοινωνία αναφορικά με την προστασία της μισθωτής εργασίας είναι ήδη σε ισχύ».
Αυτά, συμπλήρωσε, αφορούν ένα σύνολο μέτρων για τη θωράκιση εργασιακών δικαιωμάτων απέναντι στην αδήλωτη, την υποδηλωμένη και την απλήρωτη εργασία, που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και εφαρμόζονται στους χώρους δουλειάς, μέσα από την παρουσία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας. «Αφορούν την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες είναι πλέον σε ισχύ, μετά την 21η Αυγούστου. Ήδη, επεκτείναμε τις πρώτες τέσσερις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, που καλύπτουν 75.000 εργαζόμενους και έρχονται και οι επόμενες. Σε ό,τι αφορά την κεντρική δέσμευσή μας για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων μέσα όχι μόνο από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και από την αύξηση του κατώτατου μισθού, ξεκινάμε τις διαδικασίες άμεσα, σύμφωνα με το νόμο. Μέσα σε ένα τετράμηνο, γιατί περίπου τόσο είναι το χρονοδιάγραμμα του νόμου αυτήν τη στιγμή, θα καταλήξουμε σε μία υπουργική απόφαση που θα αυξάνει τον κατώτατο μισθό. Και ο αυξημένος κατώτατος μισθός θα ισχύει χωρίς ηλικιακές, ρατσιστικές διακρίσεις» σημείωσε η υπουργός Εργασίας.