Την επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας ως και το 2022 προβλέπει η Citi στο πλαίσιο των εκτιμήσεων για την παγκόσμια οικονομία.
Οπως αναφέρει η Citi, η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών σε συνδυασμό με την καλύτερη των εκτιμήσεων δημοσιονομική απόδοση επέτρεψε τη συμφωνία του Ιουνίου για το χρέος. Αυτό με τη σειρά του επέτρεψε την έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς των μνημονίων.
Το ΑΕΠ συνεχίζει να ενισχύεται, αν και με αργούς ρυθμούς, λόγω των εξαγωγών και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρυθμίσεων και την μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί λιγότερο από ότι στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που ήταν σε πρόγραμμα.
Ο οίκος προβλέπει για φέτος αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9% - η καλύτερη απόδοση από το 2017- αλλά βλέπει νέα επιβράδυνση καθώς η βελτίωση την εμπιστοσύνης μετά το τέλος των μνημονίων λογικά θα αντισταθμιστεί από τη συνεχιζόμενη λιτότητα για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Ειδικότερα, αναμένει επιβράδυνση της δραστηριότητας, με το ρυθμό ανάπτυξης να περιορίζεται στο 1,5% τόσο το 2019 όσο και τη διετία 2020-2021 ενώ δίνει πρόβλεψη 1,4% για το 2022.
Σημειώνει δε ότι η περαιτέρω ελάφρυνση των κεφαλαιακών περιορισμών θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στον τομέα αυτόν.
Παράλληλα, βλέπει ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων, με το δείκτη τιμών καταναλωτή να ενισχύεται κατά 1,1% το 2019 από 0,8% φέτος, εκτιμώντας ότι το 2020 θα ενισχυθεί στο 1,4%, στο 1,7% το 2021 και στο 2% το 2022.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο τέλος, η Citi προβλέπει ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει δημοσιονομικό έλλειμμα 0,3% του ΑΕΠ το 2019 από πλεόνασμα 0,5% φέτος. Εκτιμά δε περαιτέρω επιδείνωση του ελλείμματος στο -0,5% του ΑΕΠ το 2020, στο -0,6% το 2021 και στο -0,8% το 2022.
Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από την πολιτική
Η όχι και τόσο θετική εικόνα στο μέτωπο της εκτιμώμενης ανάπτυξης είναι αυτό που καθιστά αμφίβολη τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ακόμη και μετά τη συμφωνία για την ελάφρυνση, αναφέρει η Citi.
Ωστόσο, με το 80% του χρέους στα χέρια του επίσημου τομέα, κάτι που αναμένεται να περιοριστεί πολύ λίγο την επόμενη δεκαετία, είναι η πολιτική και όχι η οικονομία που θα καθορίσει τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του.
Η προθυμία των ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα - επιτρέποντας ίσως λιγότερο επιθετικούς στόχους πλεονασμάτων εάν οι τρέχοντες αποδειχθούν ανέφικτοι- θα παραμείνει κρίσιμη στην εκτίμηση της ικανότητας της Ελλάδας να καλύπτει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, αναφέρει.