Του Ανέστη Ντόκα
H εκτόξευση των αποδόσεων των διεθνών εταιρικών ομολόγων πάνω απο 10% και 11% αποτυπώνει με το πλέον ξεκάθαρο τρόπο και την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ελληνική βιομηχανία. Οι εταιρίες πορεύονται μήνα-μήνα περιορίζοντας στο ελάχιστο τις δαπάνες τους και διακρατώντας πάση θυσία την ρευστότητα τους στην περίπτωση που δεν υπάρξει δημοσιονομική λύση για την Ελλάδα και υπάρξουν περιοριστικά μέτρα στις διατραπεζικές συναλλαγές.
Στο 15,342% έχει εκτοξευθεί σήμερα ο μέσος όρος του κόστους δανεισμού για τα διεθνή εταιρικά ομόλογα ύψους 4,375 δις. ευρώ που είχαν εκδοθεί από 9 εισηγμένες του Ftse 25 την περίοδο Απρίλιος-Ιούλιος 2014.
Αντίστοιχα ο μέσος όρος δανεισμού στις 26 Ιανουαρίου 2015 (μία μέρα μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ) είχε διαμορφωθεί στο 9,05%. Στις 10 Ιουλίου 2014 ήταν η τελευταία φορά μέχρι σήμερα που η Ελλάδα είχε δανεισθεί από τις αγορές (3ετές κρατικό ομόλογο όπου αντλήθηκαν 2 δις. ευρώ με κουπόνι 3,375%) ο μέσος όρος του κόστους δανεισμού των 9 εισηγμένων είχε ανέλθει στο 4,716%.
Πρακτικά οι εισηγμένες όχι μόνο έχουν αποκλειστεί απο μελλοντικές εκδόσεις αλλά ο χρόνος αποκλιμάκωσης των αποδόσεων θα είναι μακρόβιος και πάντα σε συνδυασμό την δημοσιονομική λύση που θα δοθεί για την Ελλάδα.
Ωστόσο οι καλές και δυναμικές εισηγμένες εταιρείες έχουν προσεγγίσει ήδη ξένες τράπεζες, μέσω θυγατρικών τους ή έχοντας μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό (Viohalco S.A., Coca Cola HBC) προκειμένου να διαπραγματευθούν είτε τη συνέχιση του τραπεζικού δανεισμού τους με καλύτερους όρους, είτε την έκδοση εταιρικών ομολόγων με επιτόκια σημαντικά χαμηλότερα απ’ αυτά που θα έβγαζαν στην Ελλάδα. Το μεγάλο όπλο των ελληνικών εισηγμένων και μη εισηγμένων αυτή την περίοδο είναι η σταδιακή ανάκαμψη των ετήσιων αποτελεσμάτων τους και ιδιαίτερα της κερδοφορίας όπως αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα του 2014. Οι δυσχέρειες στην έκδοση εταιρικών ομολόγων και η μετάθεση των σχεδίων των επιχειρήσεων για το β’ εξάμηνο του 2015 επηρεάζει και τις αξιολογήσεις των εταιρικών ομολόγων από τους ξένους οίκους αξιολόγησης όχι μόνο για τις εισηγμένες εταιρείες αλλά και για τις ελληνικές τράπεζες.
Ενώ θεωρητικά, μία μέση ελληνική εισηγμένη επιχείρηση υψηλής κεφαλαιοποίησης θα μπορούσε αρχές Οκτωβρίου 2014 να δανειστεί με επιτόκια (κουπόνια) από 3%-3,5% σήμερα το κόστος δανεισμού έχει εκτοξευτεί πάνω από το 11% και μαζί με τις premium risk καλύψεις και τα διάφορα έξοδα να αγγίζει το 12% και 13% που καθιστά απαγορευτική μία τέτοια επενδυτική κίνηση.
Οι μόνες εισηγμένες επιχειρήσεις που θεωρητικά μπορούν να πετύχουν καλύτερα επιτόκια δανεισμού είναι όσες έχουν υψηλό δείκτη εξωστρέφειας (πάνω από το 60%-70% του κύκλου εργασιών εξάγεται), διαθέτουν καινοτόμα προϊόντα που τους επιτρέπουν να υπογράφουν συμβόλαια συνεργασίας με πολυεθνικές επιχειρήσεις και κυρίως συνεχίζουν να έχουν θετικό EBITDA (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων).
Οι εισηγμένες που σχεδίαζαν να προβούν στην έκδοση εταιρικών ομολόγων μέσα στο 2015 προσδοκώντας στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος ουσιαστικά έχουν εγκλωβιστεί σ αυτή την αδράνεια που έχει κυκλώσει το σύνολο της ελληνικής οικονομίας με άγνωστη ημερομηνία λήξης την επάνοδο της ομαλότητας της αγοράς.