Η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφη Αχτσιόγλου,σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό «Realfm 97,8» τόνισε ότι «η κυβέρνηση υλοποίησε κορυφαίες, αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να συνεχιστούν στη χώρα και σε αυτές εννοώ οπωσδήποτε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, την ενοποίηση όλων των ταμείων σε ένα, με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Την ύπαρξη για πρώτη φορά κτηματολογίου στη χώρα, την ύπαρξη δασικών χαρτών. Τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν το πεδίο της κοινωνικής προστασίας, τη θεσμοθέτηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και ενός σοβαρού πλέγματος προστασίας για το παιδί, που επίσης δεν υπήρχε στη χώρα αυτή παραδοσιακά».
Η κα Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τις παρεμβάσεις της περιόδου 2012-2014, η οποία «συνοδεύτηκε από πάρα πολλά μέτρα συμπίεσης της εργασίας, μέσα από μία αντίληψη που έλεγε ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα επέλθει με τη μείωση των μισθών και την περικοπή ευρύτερων δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αυτή την αντίληψη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής είχε πει ότι δεν την υιοθετεί και ότι τη θεωρεί πέρα από κοινωνικά ολέθρια και οικονομικά αναποτελεσματική και αυτό αποδείχτηκε. Το 2012, που έγινε η μεγάλη περικοπή του κατώτατου μισθού, την αμέσως επόμενη χρονιά εκτινάχτηκε η ανεργία στο 28%».
Η κυβέρνηση «ουδέποτε συμφώνησε ή αποδέχτηκε αυτή την αντίληψη της εσωτερικής υποτίμησης και μάλιστα ήδη από νωρίς έθεσε στο τραπέζι ξανά τα ζητήματα των εργασιακών. Σε αυτά υπήρξε συμφωνία, το υπογραμμίζω αυτό, με τους εταίρους, αναφορικά με την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη χώρα. Υπήρξε συμφωνία, καταθέσαμε δηλαδή στοιχεία, συζητήσαμε, διαπραγματευτήκαμε, αποδείξαμε σε αρκετά μεγάλο βαθμό και την ορθότητα των επιχειρημάτων μας και καταλήξαμε στο να επαναφέρουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα.
Ομοίως, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία είναι επίσης πυρηνικό στοιχείο του δικού μας προγράμματος, είναι κάτι που θα έπρεπε να λάβει χώρα στην Ελλάδα, διότι από το 2012 είναι καθηλωμένος σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η αύξηση θα λάβει υπόψη όλα τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και τυχόν επιπτώσεις που μπορεί να έχει στους διάφορους δείκτες, προκειμένου να γίνει με έναν σοβαρό και τεκμηριωμένο τρόπο».
Αναφερόμενη στην αποκλιμάκωση της ανεργίας, τόνισε ότι «η μείωσή της κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία 3,5 χρόνια είναι πραγματική. Έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 300.000 νέες θέσεις εργασίας. Έχουμε αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων, δηλαδή πραγματική ενίσχυση του αριθμού των ανθρώπων που εργάζονται. Επίσης, σύμφωνα με τα ετήσια δεδομένα για τις νέες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί, το 70% είναι πλήρους εργασίας και το 30% είναι μερικής απασχόλησης. Πρέπει να επενδύσουμε στο πώς θα δημιουργήσουμε κίνητρα στις επιχειρήσεις αλλά και θα ενισχύσουμε τους εργαζόμενους, για να συνάπτονται συμβάσεις πλήρους εργασίας. Θεωρώ σημαντική σε αυτή την κατεύθυνση την προσπάθεια για την καταπολέμηση της υποδηλωμένης εργασίας».
Για την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων επισήμανε ότι «μέχρι στιγμής έχουμε προχωρήσει στην επέκταση 7 κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες έχουν καταστεί γενικώς υποχρεωτικές. Δηλαδή, οφείλουν να τις τηρούν όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου. Αφορούν σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας και εργασίας, τον τουρισμό, τις τράπεζες, τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επέκταση είναι υπό τη συναινετική συμβολή και των εργοδοτριών επιχειρήσεων. Και είναι εύλογο αυτό, διότι είναι λογικό να θέλουν και οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν υπογράψει μια κλαδική συλλογική σύμβαση, αυτή να καθίσταται γενικώς υποχρεωτική στον κλάδο, ώστε ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ τους να μη γίνεται στη βάση της συμπίεσης των μισθών και των υπόλοιπων όρων εργασίας αλλά να γίνεται σε άλλους παράγοντες της δραστηριότητάς τους, δηλαδή στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, στην παραγωγικότητά τους κ.τ.λ. Και αυτό είναι το ευκταίο, να δημιουργηθεί δηλαδή μέσω των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων ένα πεδίο ώστε οι επιχειρήσεις μεταξύ τους να μην ανταγωνίζονται στο ποια θα δώσει χαμηλότερο μισθό αλλά αντιθέτως στο ποια θα είναι περισσότερο παραγωγική. Έτσι θα προχωρήσουμε και το επόμενο διάστημα, βέβαια, πλέον το κράτος από την πλευρά του έκανε αυτό που έπρεπε, δηλαδή επανέφερε το θεσμικό πλαίσιο. Τώρα εναπόκειται στα μέρη, στους εργαζόμενους και τους εργοδότες, να συνάπτουν μεταξύ τους συλλογικές συμβάσεις, να επανέλθει, δηλαδή, αυτός ο παράγοντας, που είναι ένας παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης όπως λέμε στις εργασιακές σχέσεις».
Η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε, επίσης, στα προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας και ιδιαίτερα σε αυτά που είναι επικεντρωμένα στους νέους επιστήμονες. Ενδεικτικά, υπογράμμισε ότι «σχεδιάσαμε ένα πρόγραμμα για επιδότηση επιχειρήσεων σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας για τη χώρα, όπου επιδοτούμε τις επιχειρήσεις με ποσό μέχρι 800 ευρώ προκειμένου να καλύψουμε το 50% του μισθολογικού κόστους των εργαζομένων. Άρα να μπορούν να δίνουν μισθούς 1.600 ευρώ. Αυτό είναι ένα πρόγραμμα που αφορά 10.000 εργαζόμενους και στόχο έχει ακριβώς αυτό: να αρχίσει να βάζει στην αγορά μισθούς με τους οποίους μπορεί κανείς να ζήσει σήμερα και να μπορέσει να λειτουργήσει ως εργαλείο ανάσχεσης και γιατί όχι αντιστροφής του brain drain».
Σε σχέση με τις ληξιπρόθεσμες αιτήσεις συνταξιοδότησης τόνισε ότι «αυτή τη στιγμή οι ληξιπρόθεσμες κύριες συντάξεις είναι κάτω από 39.000 και τα ληξιπρόθεσμα εφάπαξ κάτω από 26.000». Υπενθύμισε, παράλληλα, ότι «όταν ανέλαβε η κυβέρνηση στις αρχές του 2015 υπήρχαν περίπου 400.000 απλήρωτες συνταξιοδοτικές παροχές στα συρτάρια μας. Έχουμε καταβάλει περισσότερες από 720.000 παροχές αυτά τα χρόνια. Έχουμε μειώσει δηλαδή τον όγκο των εκκρεμών κύριων συντάξεων κατά περίπου 77%. Έχουμε κάνει μια τεράστια δουλειά προκειμένου να εκκαθαρίσουμε αυτόν τον πολύ μεγάλο όγκο των απλήρωτων συντάξεων που μας παρέδωσε η προηγούμενη κυβέρνηση». Η κα Αχτσιόγλου σημείωσε, επίσης, ότι «η χρηματοδότηση για την πλήρη εκκαθάριση αυτών των εκκρεμοτήτων είναι διασφαλισμένη».
Αναφορικά, τέλος, με τους στόχους του Υπουργείου Εργασίας για το επόμενο διάστημα, η κα Αχτσιόγλου δήλωσε ότι ο βασικός είναι «να μπορέσει να γίνει αισθητό στον κόσμο το γεγονός της εξόδου από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Δηλαδή, να μπορέσουν οι άνθρωποι να το δουν αυτό απτά, υλικά, στην καθημερινότητά τους». Η υπουργός Εργασίας τόνισε ότι «πρώτη προτεραιότητα είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού τον Ιανουάριο του 2019, τον ίδιο μήνα κατά τον οποίο ξεκινούν να εφαρμόζονται οι νέες μειωμένες κατά 33% εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες, και παράλληλα να προχωρήσουμε σε μια σειρά από βελτιωτικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, είτε αυτό αφορά διευκόλυνση της καθημερινότητας των πολιτών στην επαφή τους με τον ΕΦΚΑ είτε αυτό αφορά την πλήρη εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων στις συντάξεις».