Πέντε άμεσες προτεραιότητες για την ενίσχυση της βιομηχανίας θέτει στο δημόσιο διάλογο η «Ελληνική Παραγωγή» η οποία, πέραν της επίλυσης μιας σειράς θεσμικών και οικονομικών αγκυλώσεων που πλήττουν τον μεταποιητικό τομέα, προβάλει και την ανάγκη δημιουργίας μιας άλλης αντίληψης όσον αφορά το ρόλο της μεταποίησης στο νέο παραγωγικό μοντέλο.
Σύμφωνα με τη διοίκηση της «Ελληνικής Παραγωγής» βασικοί στόχοι της δημιουργίας της, είναι η ενίσχυση της συμβολής της βιομηχανίας στην οικονομία, η δημιουργία εισοδήματος και θέσεων απασχόλησης, και η οικονομική και κοινωνική ευημερία. Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι η ενίσχυση της βιομηχανίας αποτελεί προτεραιότητα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την κρίση του 2008, η οποία έχει εκπονήσει ειδικές πολιτικές και έχει θέσει και ποσοτικό στόχο.
«Είναι προφανές πως ο στόχος της ενίσχυσης της βιομηχανίας είναι ακόμα πιο επιτακτικός για την Ελλάδα, εξηγείται αρμοδίως και επισημαίνεται ότι η στόχευση αυτή απαντά στο μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: την αδύναμη εγχώρια παραγωγική βάση και τη χρόνια υστέρηση στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Το πρόβλημα αυτό αποτέλεσε βασική αιτία αποσταθεροποίησης της οικονομίας».
Μόνο αν αντιμετωπίσουμε τη διαρθρωτική αυτή αδυναμία, θα μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι βγαίνουμε από την κρίση ισχυρότεροι και πως η ανάκαμψη είναι διατηρήσιμη, υποστηρίζει η διοίκηση της «Ελληνικής Παραγωγής», επισημαίνοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση, η χώρα μας θα παραμείνει ευάλωτη.
Μάλιστα όπως αναφέρει, «την προώθηση αυτού του στόχου εξυπηρετεί η κοινή πρωτοβουλία που αναλάβαμε με το ΣΕΒ και τους Περιφερειακούς βιομηχανικούς συνδέσμους (που στήριξαν τελικά επίσης 21 κλαδικοί βιομηχανικοί σύνδεσμοι) για τη θέσπιση εθνικού στόχου για την αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ έως το 2020 και 15% μεσοπρόθεσμα. Μόνο με την ενίσχυση της βιομηχανίας θα μπορούμε να ισχυριστούμε πως κτίζουμε μια παραγωγική οικονομία με αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και πως έχουμε δρομολογήσει τη μετάβαση από την Ελλάδα που δανείζεται για να καταναλώνει εισαγόμενα, στην Ελλάδα που καινοτομεί παράγει και εξάγει».
Και αλλαγή αντίληψης
Όπως επισημαίνεται από τη διοίκηση της «Ελληνικής Παραγωγής» για να επιτευχθεί η ενδυνάμωση της ελληνικής βιομηχανίας, προϋπόθεση αποτελεί καταρχήν η καταπολέμηση μύθων και στερεοτύπων ("η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα", "η Ελλάδα είναι ακατάλληλη για βιομηχανία") και η συνειδητοποίηση από όλους τους stakeholders (Πολιτεία, κυβέρνηση, κόμματα, θεσμοί, κοινή γνώμη) του ρόλου και της πραγματικής σημασίας της βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία.
Πάντως στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλλε η μελέτη του ΙΟΒΕ που τεκμηρίωσε πως, παρά το (συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) μικρό μέγεθος της Ελληνικής βιομηχανίας, η συνολική της επίδραση είναι πολύ σημαντική (λόγω ισχυρών πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων), με περίπου το 1/3 του ΑΕΠ και της απασχόλησης να οφείλεται στην επίδραση της βιομηχανίας.
Για τους παραπάνω λόγους η «Ελληνική Παραγωγή» που σήμερα απαρτίζουν περισσότερες από 50 βιομηχανικές επιχειρήσεις όλων των μεγεθών και όλου του παραγωγικού φάσματο και πέντε βιομηχανικούς συνδέσμους, σύμφωνα με τη διοίκησή της, θα συνεχίσει να λειτουργεί ως καταλύτης για την επαναφορά της ατζέντας της βιομηχανίας στο δημόσιο διάλογο και θα συνεχίσει να έχει ως προτεραιότητα την αλλαγή του perception για το ρόλο της βιομηχανίας στην Ελλάδα -τόσο ιστορικά (μέχρι τώρα συμβολή), όσο και εν δυνάμει (δυναμικά ως προϋπόθεσης διατηρήσιμης εξόδου από την κρίση).
Οι προϋποθέσεις
Σύμφωνα με την «Ελληνική Παραγωγή» για να ενισχυθεί ο ρόλος της ελληνικής βιομηχανίας, απαιτείται ένα περιβάλλον και δημόσιες πολιτικές που θα θέτουν και θα υπηρετούν ακριβώς αυτόν το στόχο στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού - αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας που τυγχάνει ευρείας συναίνεσης.
Μάλιστα επισημαίνεται ότι η επαναδημιουργία χαρτοφυλακίου βιομηχανίας αποτελεί ένα θετικό βήμα στην κατεύθυνση αυτή καθώς:
- Πρώτον, σε επίπεδο συμβολισμού αποτελεί μια αναγνώριση της σημασίας της βιομηχανίας και την επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο για το μέλλον της Ελλάδας μετά τα προγράμματα στήριξης.
- Δεύτερον, δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που επιβαρύνουν τη βιομηχανία και αποτελούν τροχοπέδη στην άνθισή της.
- Τρίτον, καθώς τα περισσότερα ζητήματα είναι διυπουργικού χαρακτήρα και όχι αποκλειστικά αρμοδιότητας του αρμόδιου για τη βιομηχανία υπουργείου, απαιτούνται και κατάλληλες δομές κυβερνητικού συντονισμού προκειμένου, πέραν της επαναφοράς του χαρτοφυλακίου για τη βιομηχανία.
Σε κάθε περίπτωση, εξηγείται, η μετάβαση προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με την αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ απαιτεί έναν οδικό χάρτη άμεσων και μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα αφορούν όλα τα καθοριστικά ζητήματα για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Και ως αρχή ενός τέτοιου σχεδίου, πρέπει να αντιμετωπιστούν θα θέματα άμεσης προτεραιότητας.
Οι άμεσες προτεραιότητες
Αυτή τη στιγμή, στόχος είναι να αντιμετωπιστούν τα κύρια σημεία υστέρησης σε σχέση με τα ισχύοντα στις λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες και να τείνουμε προς ένα περιβάλλον αντίστοιχο με αυτό που απολαμβάνουν οι άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Μάλιστα αναφέρεται ότι αν η ελληνική βιομηχανία απολάμβανε συνθηκών παρομοίων με αυτών που απολαμβάνουν οι ανταγωνιστές της, θα μπορούσε να πραγματικά να προσφέρει πολύ περισσότερα.
Κατά προτεραιότητα, τα κύρια σημεία έμφασης για τη βιομηχανία της τρέχουσα περίοδο είναι τα εξής:
1. Κόστος ενέργειας
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Business Europe, το κόστος της ενέργειας για τη βιομηχανία στην Ελλάδα είναι περίπου 30% υψηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό συνιστά σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για το σύνολο της Ελληνικής βιομηχανίας, πολύ περισσότερο για την ενεργοβόρο. Απαιτείται πραγματική απελευθέρωση και ενίσχυση του ανταγωνισμού με την εφαρμογή του Target Model που είναι στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έμπρακτη πρόνοια να έχει πρόσβαση η βιομηχανία σε πηγές ενέργειας ανταγωνιστικού κόστους προκειμένου να μπορέσει να διατηρηθεί και αναπτυχθεί στις διεθνείς αγορές.
2. Φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις: ταχύτερες αποσβέσεις
Ενώ η ανάπτυξη και η ενίσχυση της βιομηχανίας ειδικότερα απαιτούν επενδύσεις, η Ελλάδα έχει από τα δυσμενέστερα καθεστώτα φορολογικών αποσβέσεων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, με το μηχανολογικό εξοπλισμό να αποσβένεται σε 10 χρόνια. Προκειμένου να προσελκύσουν νέες επενδύσεις, πολλές χώρες μέσα στην κρίση έλαβαν μέτρα επιτάχυνσης του ρυθμού με τον οποίο οι επιχειρήσεις αποσβένουν το νέο μηχανολογικό εξοπλισμό. Στην Ελλάδα αντιθέτως, καταργήθηκε το κίνητρο των επιταχυνόμενων αποσβέσεων και μειώθηκαν οι συντελεστές απόσβεσης (το 2013). Η επαναφορά ταχύτερου ρυθμού αποσβέσεων είναι όχι μόνο απαραίτητη, λαμβάνοντας υπόψη και την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, αλλά αποτελεί και ένα δημοσιονομικά συνετό μέτρο καθώς η φορολογία δεν αποφεύγεται, αλλά μετατίθεται χρονικά για να διευκολύνει την επένδυση.
3. Αδειοδοτικές διαδικασίες και γραφειοκρατία
Έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της απλοποίησης, αλλά γίνονται αργά, διστακτικά και όχι ολοκληρωμένα στο πλαίσιο ενός συνολικού και ριζικού σχεδίου προκειμένου η χώρα μας να καταστεί από τις φιλικότερες για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Υπάρχουν πολλά best practices προς αξιοποίηση διεθνώς, μεταξύ άλλων και στην Πορτογαλία πρόσφατα που έλαβε ριζικά μέτρα και κατάφερε να ενισχύσει τη βιομηχανία της.
4. Μη μισθολογικό κόστος
Το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Είναι ένα πραγματικό εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Βιομηχανίας προκειμένου να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις διεθνείς αγορές. Αλλά το αυξημένο μη μισθολογικό κόστος επιβαρύνει και τον ίδιο τον εργαζόμενο, με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός του. Στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους πρέπει να είναι η απόλυτη προτεραιότητα. Γιατί η μείωσή του, συμμετρικά για τους εργοδότες και εργαζόμενους, αποτελεί μια win-win επιλογή που καταφέρνει παράλληλα και να κάνει τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές, αλλά και να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων (χωρίς να απαιτούνται μισθολογικές αυξήσεις).
5. Χρηματοδότηση
Όσον αφορά τη χρηματοδότησή τους, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι και πάλι σε καθεστώς συγκριτικού μειονεκτήματος. Βρίσκουν με δυσκολία κεφάλαια, ακόμα και για το αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης για την αύξηση της παραγωγής, ενώ οι ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη έχουν πρόσβαση σε άφθονα κεφάλαια χαμηλού κόστους. Η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος στην κατεύθυνση του αναπτυξιακού του ρόλου πρέπει να είναι προτεραιότητα. Δεδομένου ότι ο στόχος αυτός είναι μεσο-μακροπρόθεσμος, πρέπει να αναπτυχθούν όλα τα εναλλακτικά σχήματα χρηματοδότησης καθώς και να στραφούν τα προγράμματα του ΕΣΠΑ περισσότερο προς τη βιομηχανία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας, δίνοντας λύσεις στήριξης βιομηχανικών επενδύσεων κατά προτεραιότητα και με απλοποιημένο τρόπο.
Πηγή: euro2day.gr