Συνέδριο με θέμα: «Προεδρική Δημοκρατία versus Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας», διοργανώνουν τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Κύπρου. Ο κ. Παυλόπουλος αναφορικά με τη σύγκριση μεταξύ Προεδρικής Δημοκρατίας και Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πρότεινε το εξής συμπέρασμα: «Δεν υφίσταται σύστημα οργάνωσης της μορφής του πολιτεύματος, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα που πρέπει να υιοθετήσει, ως «ιδανικό», κάθε λαός και κάθε κράτος».
Όλως αντιθέτως, τόνισε, όταν μιλάμε για ένα «ιδανικό» σύστημα πολιτειακής οργάνωσης, πριν απ’ όλα «πρέπει να σκεφτόμαστε για ποιον λαό αυτό προορίζεται, σύμφωνα με την ιδιοσυστασία του και την παράδοσή του». Επίσης, σημείωσε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και σε ποια ιστορική συγκυρία το σύστημα τούτο εφαρμόζεται, όπως αυτή διαμορφώνεται στην πορεία εξυπηρέτησης του εθνικού και του δημόσιου συμφέροντος κάθε λαού.
Ο Πρόεδρος εξέφρασε την άποψη «να μην υιοθετηθεί η ιδέα της απευθείας από το λαό εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα με ιδιαιτέρως ενισχυμένες αρμοδιότητες, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε, ενδεχομένως, σε μια συνταγματικώς προβληματική στροφή του πολιτεύματος προς την κατεύθυνση της Προεδρικής Δημοκρατίας».
Επιπλέον, τόνισε, «θα κατέληγε, οιονεί νομοτελειακώς, σε ένα είδος θεσμικής και πολιτικής «δυαρχίας» στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς την κοινοβουλευτική παράδοση και λειτουργία του Ελληνικού Πολιτεύματος».
Στην ομιλία του ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας , μεταξύ άλλων, επεσήμανε:
-Τόσο η Προεδρική Δημοκρατία όσο και η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ως μορφές πολιτειακής οργάνωσης και διακυβέρνησης, εξελίσσονται, θεσμικώς, αλλά και πολιτικώς, στο πεδίο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
– Είναι απαραίτητο να εκτεθεί, έστω και σε γενικές γραμμές, ποια είναι η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και γιατί -όπως η πορεία εξέλιξης της δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε όλο τον κόσμο, αποδεικνύει- η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει, και δικαίως, πλήρως επικρατήσει σε σχέση με το πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης, το οποίο εκπροσωπεί η αμιγής άμεση δημοκρατία.
Ο Πρ. Παυλόπουλος τόνισε ακόμη ότι «αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης, το οποίο οργανώνει, μέσω εκλεγμένων από το λαό, στο πλαίσιο του θεσμικώς οργανωμένου πολυκομματισμού, εκπροσώπων την, lato sensu, πολιτική διακυβέρνηση, πρωτίστως και κυρίως σε επίπεδο νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, βεβαίως με την ιδιομορφία εκπροσώπησης που συνεπάγεται η συγκεκριμένη ιδιοσυστασία καθεμιάς τους».
Σε άλλο σημείο έκανε αναφορά στην πολιτική ελευθερία, η οποία «συνθέτει μια πραγματική «μήτρα» εξειδικευμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης και όλων των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων, μέσω των οποίων ο άνθρωπος υπερασπίζεται την αξία του και αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του». Αλλά και, αντιθέτως, σημείωσε, στο πλαίσιο ενός είδους διαλεκτικής σύνθεσης, επίσης βασίμως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι «η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, πρωτίστως κατά την κοινοβουλευτική της διάσταση, «γεννήθηκε» ως θεσμικό και πολιτικό δημιούργημα, προορισμένο να υπηρετήσει την ιδέα και την έννοια των απαράγραπτων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά προϋπήρχαν «εν σπέρματι» στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμη και πριν την επίσημη θεσμοθέτησή τους. Θεσμοθέτηση που κατέστη εφικτή κυρίως μετά την κανονιστική εμπέδωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».
Επιπλέον στην ομιλία του ο πρόεδρος Παυλόπουλος εξήγησε ότι:
-Το μέγεθος των κρατών, ιδίως από πλευράς αριθμού ενεργών πολιτών, καθιστά την εφαρμογή θεσμών άμεσης δημοκρατίας από «εξαιρετικά δυσχερή ως ανέφικτη».
-Με την έννοια ότι, εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής ιδιομορφίας, η λήψη αποφάσεων -«κυρίως δε μέσα σε συνθήκες κρίσης και επείγοντος- αγγίζει τα όρια της ουτοπίας και, ακόμη περισσότερο, της υποδόριας επικινδυνότητας ως προς την εξυπηρέτηση του εθνικού και του δημόσιου συμφέροντος».
-Η λήψη αποφάσεων, υπογράμμισε, υπό όρους άμεσης δημοκρατίας -π.χ. δημοψηφίσματος- ειδικώς ως προς ιδιαιτέρως κρίσιμα τεχνικά και εξειδικευμένα ζητήματα, «εγκυμονεί συγκεκριμένους κινδύνους για τους κρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό σύνολο και τροφοδοτεί ρεύματα υφέρποντος λαϊκισμού».
– Ποιοτικώς –με την έννοια της «ποιότητας» να αφορά την δυνατότητα ενός πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης για ουσιαστική εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και του προς την ωφέλειά του οργανωμένου θεσμικώς δημόσιου συμφέροντος- η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, υποστήριξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «υπερέχει, στην πράξη, αναμφιβόλως της άμεσης δημοκρατίας, με μείζον κριτήριο την εμπέδωση του δημοκρατικού ιδεώδους και της θεμελιώδους παραμέτρου του, της αρχής της δημοκρατικής νομιμοποίησης υπό την σύγχρονη έννοιά της». Και τούτο, εξήγησε, διότι, σύμφωνα με το «δόγμα» της άμεσης δημοκρατίας και τις επιπτώσεις της πρακτικής εφαρμογής του, η «καθετοποίηση» που προκαλεί η όλη λειτουργία του:
α) Από την μια πλευρά αποκλείει, κατά τη λήψη της απόφασης υπό συνθήκες άμεσης προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία, οιαδήποτε έννοια αποτελεσματικής μειοψηφίας. Επέκεινα, εκείνος που «δικαιώνεται» εκλογικώς επικρατεί «ολοκληρωτικώς». Κατά συνέπεια, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εμφανίζει, έναντι της άμεσης δημοκρατίας, ως βασικό πλεονέκτημα το ότι επιτρέπει, και δη υπό όρους θεσμικούς και πολιτικούς, την λειτουργία της μειοψηφίας, πράγμα που εξυπηρετεί αποδοτικώς και ex ante τις επιταγές της Δημοκρατικής Αρχής.
β) Από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πλεονεκτεί, με βάση την ουσία του δημοκρατικού ιδεώδους, εμφανώς έναντι της άμεσης δημοκρατίας, αφού μέσω των δικαιωμάτων της μειοψηφίας που αναγνωρίζει και οργανώνει καθιστά εφικτό τον έλεγχο της πλειοψηφίας, άρα την ρεαλιστική υπεράσπιση του ανθρώπου απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Με άλλες λέξεις, η υπεροχή της αντιπροσωπευτικής έναντι της άμεσης δημοκρατίας έγκειται, κατά βάση, και στο ότι η πρώτη στηρίζεται στην ευεργετική λειτουργία των «θεσμικών αντιβάρων» (“Checks and Balances”).
Για την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ο Πρόεδρος επεσήμανε ότι είναι εκείνο το σύστημα πολιτικής οργάνωσης και δημοκρατικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του οποίου η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. «Ήτοι του οργάνου το οποίο εκφράζει, λόγω του τρόπου εκλογής του πρωτίστως, οιονεί αυθεντικώς την εφαρμογή της Δημοκρατικής Αρχής στην πράξη. Η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία -άρα το Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα γενικότερα- μπορεί να εμφανίζεται υπό δύο, κατά βάση, μορφές, ανάλογα με τον βαθμό εξάρτησης της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής», ανέφερε. Ειδικότερα, επεσήμανε πως:
α) Η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία χαρακτηρίζεται ως γνησίως κοινοβουλευτική, όταν η κυβέρνηση εξαρτάται πλήρως και αποκλειστικώς από την εμπιστοσύνη της Βουλής.
β) Αντιθέτως, η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία χαρακτηρίζεται ως μη γνησίως κοινοβουλευτική, όταν η κυβέρνηση εξαρτάται μεν κατ’ αρχήν και κατά κανόνα από την Βουλή, πλην όμως υφίστανται, κατά το οικείο Σύνταγμα, στοιχεία άμεσης ή και έμμεσης εξάρτησής της από τον αρχηγό του κράτους.
Για την Προεδρική Δημοκρατία, είπε ότι είναι εκείνο το σύστημα πολιτικής οργάνωσης και δημοκρατικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του οποίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως αρχηγός του κράτους, συγκροτεί μόνος την κυβέρνηση. Κατά λογική ακολουθία, στην Προεδρική Δημοκρατία, ανέφερε, η εξάρτηση της κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι πλήρης και, e contrario, τόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και η κυβέρνηση δεν εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αλλά, υπέδειξε, και αντιστρόφως: «Στη γνήσια Προεδρική Δημοκρατία η Βουλή ουδόλως εξαρτάται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την έννοια ότι ο τελευταίος π.χ. δεν μπορεί ούτε να διαλύσει την Βουλή ούτε καν να αναστείλει τις εργασίες της. Κατά τούτο, την Προεδρική Δημοκρατία χαρακτηρίζει μια σαφής -αν και όχι απόλυτη de jure και de facto- ανεξαρτησία μεταξύ Νομοθετικής και Εκτελεστικής Εξουσίας».
Ο Πρόεδρος Παυλόπουλος αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο παράδειγμα της Ελλάδας, που «είναι άκρως αντιπροσωπευτικό «δείγμα γραφής» αυτής της, οιονεί φυσικής, διαχρονικής προσήλωσης στις αρχές του Πολιτεύματος της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». Αυτός , σημείωσε, είναι και ο λόγος, για τον οποίο το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας, του 1975, όχι μόνο καθιερώνει -πράγμα βεβαίως αυτονόητο- συνταγματικώς τις βάσεις και την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Επίσης, ο Πρόεδρος ανέφερε ότι το παράδειγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας «δεν υπολείπεται, κάθε άλλο, ως προς την απόδειξη του ότι το «ιδανικό» -όσο αυτό μπορεί να υπάρξει- Πολίτευμα εξαρτάται ουσιωδώς από τις συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης, που ανταποκρίνονται στο «κοινό αίσθημα» κάθε Λαού».
Για την Κυπριακή Δημοκρατία, και δη υπό περιστάσεις που καθορίζουν την επιβίωσή της, κυριολεκτικώς, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, υπό τα δεινά της τουρκικής εισβολής και κατοχής, η αμφισβήτηση της θεσμικής και πολιτικής υπεροχής της Προεδρικής Δημοκρατίας είναι, μάλλον, αδιανόητη, υπογράμμισε ο Πρόεδρος. Και τούτο διότι, υπό αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, «η αρμονική συνύπαρξη της Βουλής των Αντιπροσώπων με την Εκτελεστική Εξουσία, η οποία έχει ως επικεφαλής τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι δεδομένη για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Συμφέροντος, και κατ’ εξοχήν για την επίλυση του Κυπριακού, υπό όρους πλήρους σεβασμού του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.