Την τελευταία Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) που κατατάσσει την Ελλάδα στην 57η θέση μεταξύ 140 χωρών (και 27η στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), από την 53η θέση το 2017, αναλύει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα με τίτλο "Η Ελλάδα στις παρυφές της 4ης βιομηχανικής επανάστασης".
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας καταρτίζεται με νέα μεθοδολογία και συνεπώς η σύγκριση με προηγούμενα έτη (εκτός του 2017) δεν είναι δυνατή. Η κατάταξη πλέον στηρίζεται περισσότερο σε στατιστικά στοιχεία από διεθνείς πηγές (70%), και λιγότερο σε ερωτηματολόγια του WEF (30%, από 69% προηγουμένως), και, έτσι, επηρεάζεται λιγότερο από υποκειμενικές εκτιμήσεις περί της γενικότερης κατάστασης της χώρας.
Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας 4.0., όπως αποκαλείται από το WEF, καταγράφει όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει κάθε χώρα από τις ΗΠΑ, που συγκεντρώνουν την υψηλότερη συνολική βαθμολογία, αλλά αποτυπώνει κυρίως τη σχετική ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που φέρνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση στον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας.
Με βάση την κατάταξη του WEF, η Ελλάδα υστερεί έναντι άλλων χωρών της ΕΕ-28, κυρίως στους δείκτες που αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος, την δυνατότητα ανάπτυξης καινοτομίας, και την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και δευτερευόντως, αλλά εξίσου σημαντικό, το επιχειρηματικό περιβάλλον και την υιοθέτηση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.
Αντιθέτως, στις υποδομές, την εκπαίδευση και τις δεξιότητες, η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο της ΕΕ-28 είναι μικρότερη. Στην εκπαίδευση και δεξιότητες, υπάρχουν, πάντως, σχετικά μεγάλα ελλείμματα στις ψηφιακές δυνατότητες του πληθυσμού, την κατάρτιση προσωπικού, την ποιότητα επαγγελματικής κατάρτισης και την έλλειψη κριτικής σκέψης στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Στην καινοτομία, με εξαίρεση τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, σε όλους τους άλλους δείκτες υπάρχει μεγάλη υστέρηση. Οι μεγαλύτερες υστερήσεις στην καινοτομία, περιλαμβάνουν την ποιότητα των ερευνητικών κέντρων, τις διεθνείς συνεργασίες εφευρέσεων, τη δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη, την ανάπτυξη συστάδων επιχειρήσεων, τη συνεργασία ενδιαφερόμενων μερών σε κοινές δράσεις, την ωριμότητα της αγοραστικής συμπεριφοράς, τις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και την ποικιλομορφία του εργατικού δυναμικού.
Η γενικότερη εικόνα της χώρας μας αναδεικνύει ένα ασθενές θεσμικό περιβάλλον και υστερήσεις στον τομέα της ανάπτυξης καινοτομίας. Αν μάλιστα συνδυαστούν οι παράγοντες αυτοί με την έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων λόγω της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα το τραπεζικό σύστημα, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η καθήλωση της επενδυτικής και της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας σε χαμηλά επίπεδα, με ανεπαρκείς δράσεις για την ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας και της εξωστρέφειας στην παραγωγική διαδικασία. Στην κατάσταση αυτή, συμβάλλουν και υστερήσεις στις αγορές εργασίας (ανεπαρκής ευελιξία) και προϊόντων (ανεπαρκής ανταγωνισμός).
Με αυτά τα δεδομένα, η καταγραφόμενη έλλειψη δυναμικής κουλτούρας που θα αναλαμβάνει υψηλούς επιχειρηματικούς κινδύνους, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το θεσμικό χάσμα και το καθεστώς υπερφορολόγησης στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, το αναπτυξιακό περιβάλλον στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται στην Έκθεση του WEF, εμφανίζεται εν πολλοίς αδύναμο να δημιουργήσει υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογικής έντασης και εξωστρεφούς δραστηριότητας. Δεν πρέπει συνεπώς να μας παραξενεύει ότι στην Ελλάδα η παραγωγικότητα (και αναγκαστικά τα εισοδήματα) είναι στο 50% της μέσης παραγωγικότητας του 50% των πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου.