Επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας "βλέπει" η Citigroup από το επόμενο έτος έως και το 2022, επισημαίνοντας πως τα πάντα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο θα πειστούν οι επενδυτές να επιστρέψουν στα ελληνικά assets. Παράλληλα, στην έκθεση για τις παγκόσμιες προοπτικές, εκτιμά πως δεν θα υπάρξει σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων στην επόμενη τετραετία με το yield στο 10ετές να κινείται πάνω από το 4%, ενώ αν και οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας μέσα στο επόμενο διάστημα (κατά μία βαθμίδα), για τα επόμενα τέσσερα χρόνια τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να βρίσκονται εκτός "επενδυτικής βαθμίδας".
Όπως επισημαίνει η Citi, η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της, σε συνδυασμό με την καλύτερη από την αναμενόμενη δημοσιονομική επίδοση, επέτρεψε στο να υπάρξει συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους τον Ιούνιο. Aυτό με τη σειρά του επέτρεψε την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης της τελευταίας οκταετίας στις 20 Αυγούστου. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ συνεχίζει να βελτιώνεται, αν και με χαμηλούς ρυθμούς, με οδηγό τις εξαγωγές και τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών βελτιώθηκε ωστόσο λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε προγράμματα διάσωσης.
Η Citi εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα κινηθεί σε μέτριους ρυθμούς και θα αυξηθεί κατά 2% το 2018, που θα είναι και η καλύτερη επίδοση από το 2007, ενώ θα επιβραδυνθεί και πάλι τα επόμενα τέσσερα χρόνια (2019-2022) καθώς η συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα λόγω των μεταμνημονιακών στόχων που έχουν τεθεί, θα συνεχίσει να αποτελεί"βαρίδι" για την ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, για το 2019 εκτιμά πως η ανάπτυξη θα βρεθεί στο 1,6%, τη διετία 2020-2021 θα επιβραδυνθεί περαιτέρω στο 1,3%, ενώ το 2022 θα ανακάμψει ελαφρώς στο 1,4%. Όπως πάντως υπογραμμίζει η αμερικάνικη τράπεζα, αναγνωρίζει ότι το περιθώριο σφαλμάτων γύρω από αυτές τις προβλέψεις είναι μεγάλο, καθώς οι μεταβολές των επιπέδων εμπιστοσύνης μεταξύ ξένων επενδυτών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά υψηλότερα / χαμηλότερα αναπτυξιακά αποτελέσματα, υποδηλώνοντας πως το μεγάλο "στοίχημα" για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι το κατά πόσο θα μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να προσελκύσει ξανά τους επενδυτές στα ελληνικά assets.
Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η Citi επαναλαμβάνει ότι βασίζεται ξεκάθαρα στην πολιτική. Η υποτονική εικόνα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι αυτό που εξακολουθεί να καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά τη συμφωνία ελάφρυνσης που επετεύχθη στο Eurogroup. Ωστόσο, με το 80% του δημόσιου χρέους να βρίσκεται στα "χέρια" των πιστωτών και το μερίδιο αυτό να αναμένεται να μειωθεί πολύ αργά την επόμενη δεκαετία, περισσότερο η πολιτική παρά η οικονομία θα καθορίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα - ενδεχομένως επιτρέποντας λιγότερο επιθετικούς / φιλόδοξους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα εάν οι σημερινοί αποδειχθούν ανέφικτοι - θα παραμείνει κρίσιμη για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αμερικάνικης τράπεζας, το χρέος προς το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 187% φέτος, στο 183% το 2019, στο 178% το 2020 και στο 172% το 2021 και στο 166% το 2022. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα το "βλέπει" στο 3,9% φέτος και το 2019 εκτιμά ότι θα βρεθεί οριακά εντός στόχου και στο 3,5%.
Τέλος, σε ότι αφορά τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων οι οποίες και "καθορίζουν" την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αμερικάνικης τράπεζας θα κυμανθούν άνω του 4% έως το 2020 με μία ελαφρά βελτίωση το 2021 πριν επιδεινωθούν και πάλι το 2022.
Συγκεκριμένα για φέτος εκτιμά ότι το yield θα διαμορφωθεί στο 4,24% και κοντά στα τρέχοντα επίπεδα, το 2019 θα αυξηθεί σε αρκετά "ακριβά" επίπεδα και στο 4,36%, το 2021 θα υποχωρήσει στο 3,97% ενώ το 2022 θα επανέλθει στα σημερινά επίπεδα και στο 4,26%.
Όπως προβλέπει επίσης, τα ελληνικά ομόλογα θα παραμείνουν εκτός επενδυτικού βαθμού για τα επόμενα 4 χρόνια τουλάχιστον αφού εκτιμά πως η S&P θα αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας έως και το ΒΒ- (από Β+ σήμερα) με θετικές προοπτικές μέσα στα επόμενα 2-4 χρόνια.
Πηγή: capital.gr