Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τη ροή των κεφαλαίων και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους ταμειακούς λογαριασμούς, καταλήγουμε στα εξής:
Ξεκινάμε υπολογίζοντας τα ποσά που έλαβε η Ελλάδα αρχικά με τα «μακροπρόθεσμα δάνεια από το εξωτερικό». Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων έχει χρησιμοποιηθεί για να μειώσει το υφιστάμενο απόθεμα του εξωτερικού χρέους. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος έχει μεταφερθεί στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα, είτε με την αγορά μετοχών είτε μέσω κεφαλαιακών μεταβιβάσεων.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, αν η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ανακεφαλαιοποιήσει τις ελληνικές τράπεζες, μια σημαντική τραπεζική κρίση θα είχε ακόμα σκληρότερες συνέπειες για τον πληθυσμό της Ελλάδας.
Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά δεν έχουν φτάσει τον ελληνικό πληθυσμό, όλοι οι οφειλέτες, οι οποίοι έχουν βιώσει μια σοβαρή μείωση του εισοδήματός τους μπορεί να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, και αυτό θα σημαίνει μια νέα, πιθανώς μεγάλη, πτώση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα, με αποτέλεσμα να γίνει αναγκαία μια νέα κυβερνητική παρέμβαση.
Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το ελληνικό πρόβλημα του δημόσιου χρέους-το οποίο είναι στην πραγματικότητα ένα πρόβλημα εξωτερικού χρέους-με βιώσιμο τρόπο, θα έπρεπε να έχει ενισχυθεί η ελληνική οικονομία ως προς την ικανότητά της να παράγει και να εξάγει αρκετά ώστε να καλύπτει τα έξοδα των εισαγωγών της. Η Ελλάδα χρειαζόταν ένα επενδυτικό σχέδιο, όπως είχε πει ο Joseph Stiglitz.