Στην κορυφή της Ευρώπης και μάλιστα με διαφορά βρίσκεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά την αυτοαπασχόληση, καθώς με μέσο όρο το 14% η χώρα καταγράφει υπερδιπλάσια ποσοστά αυτοαπασχόλησης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από ανάλυση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ερευνητής Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης), σε επίπεδο κρατών-μελών στην Ε.Ε. των 28 η Ελλάδα εμφανίζει με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχόλησης με 29,5%, με την Ιταλία να ακολουθεί στο 21,5% και τις Πολωνία, Τσεχία, Ρουμανία και Ισπανία να καταγράφουν αξιοσημείωτα ποσοστά, υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που διαμορφώνεται στο 14%. Αντιθέτως, τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης εμφανίζουν κυρίως οι σκανδιναβικές χώρες (πλην Φινλανδίας), ενώ επίσης χαμηλά ποσοστά καταγράφονται στη Γερμανία, την Εσθονία και το Λουξεμβούργο.
Διαχρονικό φαινόμενο
Από την ανάλυση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει ότι η αυτοαπασχόληση είναι μια... παραδοσιακή επιλογή για τους Έλληνες, που, αν και φθίνει, διατηρεί ισχυρές ρίζες, σε τέτοιο βαθμό που, όπως προαναφέρθηκε, παραμένει στην κορυφή της Ε.Ε.
Εξετάζοντας διακριτά τις μεταβολές και τα χαρακτηριστικά της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα (παραδοσιακά υψηλός αριθμός αυτοαπασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα, όπως και εμπόρων, επαγγελματιών), η πρώτη καταγραφή εμφανίζεται το 1961, όπου το ποσοστό αυτοαπασχόλησης εκτιμήθηκε στο 68,2% της συνολικής απασχόλησης. Από το 1981, οπότε το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 51,8%, διαμορφώθηκε το 2017 στο 34,1%. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόκλιση μεταξύ 29,5% και 34,1% οφείλεται στο γεγονός ότι σε επίπεδο Ε.Ε. λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό της αυτοαπασχόλησης οι ηλικίες 15-64 ετών, ενώ σε επίπεδο ΟΟΣΑ λαμβάνονται οι ηλικίες από 15 ετών και άνω, δηλαδή χωρίς τον περιορισμό των 64 ετών που θέτει η Ε.Ε. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση της Ελλάδας οι αυτοαπασχολούμενοι άνω των 64 ετών αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, ενώ από το 1981 έως το 2007 η μείωση του ποσοστού ήταν -με ελάχιστες εξαιρέσεις- συνεχής, από το 2008 (35%) μέχρι το 2013 (37%) τα ποσοστά αυτοαπασχόλησης ενισχύονται. Η ενίσχυση αυτή οφείλεται μεν στο γεγονός ότι η μείωση σε απόλυτους αριθμούς της συνολικής απασχόλησης ήταν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης πιο έντονη συγκριτικά με τη μείωση του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων, ωστόσο συντηρήθηκε από την ίδια την κρίση που ώθησε κατά ανάγκη τα άτομα στην αυτοαπασχόληση.
Τα επόμενα έτη (2014-2016) το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων καταγράφει πτώση μίας ποσοστιαίας μονάδας ανά έτος, ως απόρροια της ενίσχυσης της συνολικής απασχόλησης, ωστόσο ο πραγματικός αριθμός των αυτοαπασχολούμενων δέχθηκε λιγότερες πιέσεις, καταγράφοντας μάλιστα αύξηση το 2017 για πρώτη φορά από το 2006.
Κατά θέση στο επάγγελμα, το 2017 οι εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό (αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό) αντιπροσώπευαν στην Ελλάδα το 22% της συνολικής απασχόλησης, οι εργοδότες (αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό) το 7,3% και τα συμβοηθούντα μέλη (βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση) το 3,9%.
Επιλογή ή ανάγκη;
Δεδομένου ότι η αυτοαπασχόληση αποτελεί σημαντικό ποσοστό στο σύνολο του εργατικού δυναμικού όπως προκύπτει από την παράθεση διαχρονικών στοιχείων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διερεύνησή της σε μεγαλύτερο βάθος ανάλυσης, ξεκινώντας από τα κίνητρα που ωθούν τα άτομα στην αυτοαπασχόληση.
Με βάση την 6η Ευρωπαϊκή Έρευνα για τις Συνθήκες Εργασίας (EWCS) που διεξήχθη το 2015, το 60% των ατόμων μετακινήθηκε στην αυτοαπασχόληση από προσωπική επιλογή, ενώ το 20% επειδή δεν είχε άλλες εναλλακτικές επιλογές απασχόλησης και το 16% ανέφερε και τους δύο λόγους (προσωπική απόφαση συν έλλειψη επιλογών). Για τους αυτοαπασχολούμενους που έχουν προσωπικό, το 71% προτίμησε την αυτοαπασχόληση από πραγματική επιλογή και το 10% από ανάγκη. Αντίθετα, το 24% αυτών που δεν απασχολούν προσωπικό ωθήθηκε αναγκαστικά στην αυτοαπασχόληση, με το 54% να δηλώνει συνειδητή επιλογή.
Σε επίπεδο χωρών, η έλλειψη εναλλακτικών επιλογών εργασίας ως κίνητρο για την αυτοαπασχόληση εμφανίζει υψηλά ποσοστά στην Κροατία (38%), τη Ρουμανία (37%), την Αυστρία (36%) και την Πορτογαλία (34%). Αντίθετα στις σκανδιναβικές χώρες, όπως και στο Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία, τα ποσοστά συνειδητής επιλογής ξεπερνούν το 75%.
Στην Ελλάδα, 47% επιλέγει συνειδητά την αυτοαπασχόληση, και 28% λόγω έλλειψης επιλογών. Εξετάζοντας τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ατόμων που επιλέγουν συνειδητά την αυτοαπασχόληση, αυτοί είναι κυρίως άντρες, ηλικίας άνω των 35 ετών και αφορούν αυτοαπασχολούμενους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων και 16 ελεύθερους επαγγελματίες. Βάσει τομέα οικονομικής δραστηριότητας η προσωπική επιλογή είναι πιο έντονη στην υγεία και στην εκπαίδευση και λιγότερο αισθητή στον αγροτικό τομέα και τις μεταφορές.
Παράλληλα με τα παραπάνω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα αποτελέσματα της έρευνας αναφορικά με την εκτίμηση της τρέχουσας εργασιακής κατάστασης όσων επέλεξαν την αυτοαπασχόληση. Ειδικότερα, διερευνήθηκε ο βαθμός συμφωνίας των ερωτώμενων στις ακόλουθες δηλώσεις:
- Απολαμβάνω να είμαι αφεντικό του εαυτού μου;
- Δυσκολεύομαι να αναλάβω την ευθύνη της επιχείρησής μου;
Βάσει αποτελεσμάτων, 9 στους 10 συμφωνούν με την πρώτη δήλωση. Αντίθετα, ως προς τη δεύτερη δήλωση, σχεδόν 1 στους 4 δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις ευθύνες της επιχείρησής του. Σε επίπεδο χωρών, ο υψηλότερος βαθμός δυσκολίας καταγράφεται στις απόψεις των αυτοαπασχολούμενων από την Ελλάδα (65%) και τη Λιθουανία (58%).
Το υψηλό ρίσκο και η αίσθηση ανασφάλειας
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η αυτοαπασχόληση εμπεριέχει υψηλό ρίσκο και κινδύνους συγκριτικά με την εξαρτημένη εργασία. Συνηθισμένη περίπτωση κινδύνου είναι η απώλεια εισοδήματος σε περίπτωση ασθένειας, όπου το «δίχτυ» κοινωνικής προστασίας είναι ασφαλέστερο για αυτούς που βρίσκονται σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Στην προσπάθεια να αξιολογηθεί το ρίσκο που προκύπτει, οι αυτοαπασχολούμενοι ρωτήθηκαν κατά πόσο ασφαλείς (οικονομικά) νιώθουν στην περίπτωση μακροχρόνιας ασθένειας. Σχεδόν ένας στους δύο (48%) στην Ε.Ε. εξέφρασε ανασφάλεια στο παραπάνω ενδεχόμενο, με το μεγαλύτερο ποσοστό να αποτυπώνεται στην Ελλάδα (75%) και την Κύπρο (72%), ενώ περισσότερο ασφαλείς εμφανίζονται οι αυτοαπασχολούμενοι στη Δανία (31%), την Τσεχία και τη Ρουμανία (29%), με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στη Σουηδία (26%).