Το κενό επενδύσεων στην Ελλάδα είναι μεγάλο και χρειάζονται 15 δισ. ευρώ ετησίως για να φτάσει η χώρα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επισήμανε από το βήμα του Thessaloniki Summit 2018, ο εκπρόσωπος στην Αθήνα της γενικής διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG ECFIN) Κρις Άλεν.
Ωστόσο, ο κ. Άλεν «βλέπει» ευκαιρίες σε διάφορους τομείς, όπως αυτόν των logistics που μπορούν να αποτελέσουν επενδυτικό πεδίο δράσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης μπορεί να αποτελέσει πηγή επενδύσεων, που θα δώσει περαιτέρω αναπτυξιακή ώθηση τόσο στην ευρύτερη περιοχή, όσο και στο ΑΕΠ.
Την ανάγκη περαιτέρω δομικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας υπογράμμισε ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας. «Υπάρχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό το οποίο παρουσίασε ο κ. Άλεν, το οποίο όμως δεν μπορεί να λυθεί, αν δεν υπάρξει περαιτέρω δομικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας» ανέφερε.
Χαρακτήρισε «απόλυτα κρίσιμο» το θέμα των επενδύσεων, σημειώνοντας πως «αν δεν έρθουν μέσα στα επόμενα ένα ή δύο χρόνια, υπάρχει κίνδυνος η χώρα να ξανακυλήσει στην ανάγκη προγραμμάτων. Εάν δεν έρθουν επενδύσεις, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις οι οποίες χρειάζονται, όπως για παράδειγμα για το συνταξιοδοτικό, δεν θα μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν. Άρα, είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί κανείς να το διαπραγματευθεί».
Την έντονη εξωστρέφεια του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών παρουσίασε ο διευθύνων σύμβουλός του και πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών, Βασίλης Αποστολόπουλος, δίνοντας έμφαση στη «μεγαλύτερη τα τελευταία 30 με 40 χρόνια επένδυση στην πόλη της Θεσσαλονίκης», το Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης. «Κάνουμε πράξη τον ιατρικό τουρισμό, ενισχύοντας την εθνική οικονομία και τη σφαίρα επιρροής της Ελλάδας» σημείωσε.
«Ταμπού» που ξεπεράστηκαν στη διάρκεια της κρίσης
Σε τέσσερα θέματα «ταμπού» όπως τα χαρακτήρισε, που αντιμετώπιζε στο παρελθόν η ελληνική οικονομία και ξεπεράστηκαν μέσα στην κρίση, αναφέρθηκε ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Εταιριών Επιχειρηματικών Κεφαλαίων (HVCA), Βασίλης Τακάς.
Όπως είπε, το πρώτο «ταμπού» που ξεπεράστηκε είναι ότι «η ανάπτυξη πλέον αναμένεται να έρθει από ιδιωτικές επενδύσεις σε διεθνώς ανταγωνίσιμα προϊόντα και υπηρεσίες».
Το δεύτερο είναι ότι «οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες και θα μας βοηθήσουν να καλύψουμε ίσως ένα κενό που αφήνει η ελλιπής αποταμίευση, για να μην προσφύγουμε σε εξωτερικό δανεισμό».
Το τρίτο «εμπόδιο» που ξεπεράστηκε μέσα στην κρίση, είναι η καχυποψία απέναντι στις ιδιωτικοποιήσεις και τη συνεργασία μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, «απαραίτητα για την ανάπτυξή μας, γιατί συμπληρώνουν τις δημόσιες επενδύσεις οι οποίες περικόπτονται, και δεύτερον μειώνουν φαινόμενα γραφειοκρατίας και διαφθοράς και βοηθούν γενικότερα την ανάπτυξη της οικονομίας».
Το τέταρτο εμπόδιο που ξεπεράστηκε αφορά την έλλειψη συνεργασίας των πανεπιστημίων με την παραγωγή - κάτι που σήμερα θεωρείται απαραίτητο.
Τον ρόλο της ΕΕΕΠ στα επενδυτικά σχέδια της χώρας παρουσίασε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, Ευάγγελος Καραγρηγορίου. Έχουν υπάρξει παρεμβάσεις που προσελκύουν επενδύσεις, όπως το νέο θεσμικό πλαίσιο για τα καζίνο, με προβλέψεις φιλικές για προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων και εξυγίανση αγοράς. Μία από τις βασικές προβλέψεις του νόμου, είναι το πλαίσιο αδειοδότησης τεσσάρων νέων καζίνο σε Ελληνικό, Μύκονο, Σαντορίνη και Κρήτη.
Το ζήτημα του νομικού συστήματος της προστασίας των επενδυτών είναι ένα καίριο ζήτημα, είπε ο Απόστολος Γκουτζίνης εταίρος (partner) στη Milbank, Tweed, Hadley & McCloy LLP, εκτιμώντας ότι η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, μαζί με την μακροοικονομική βελτίωση των μεγεθών, είναι ένα θέμα που «θα πρέπει να δούμε συνολικά σαν κοινωνία».
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Deca Investments A.E.Δ.Ο.Ε.Ε., Νίκος Κούλης, αναφέρθηκε στα σχέδια του fund λέγοντας ότι «επενδύουμε 135 εκατομμύρια ευρώ. Τα 70 εκατ. ευρώ (κατευθύνονται) σε επτά εταιρείες, τα άλλα 40 θα τα επενδύσουμε τον επόμενο χρόνο». Τόνισε δε, την ανάγκη οι ελληνικές εταιρείες να είναι εξαγωγικές και όλο πιο ανταγωνιστικές, ούτως ώστε να καταφέρουν να «πορευθούν» στο παγκόσμιο περιβάλλον.