Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ανακοίνωσε την εξής διαπίστωση: «Η τρέχουσα κατάσταση δεν απειλεί μόνον όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά και όσες τα χρόνια της κρίσης άντεξαν, επένδυσαν, συγκράτησαν μισθούς, κατέβαλαν φόρους και απέφυγαν απολύσεις. Απειλεί δηλαδή, την υγιή επιχειρηματικότητα. Αν η αβεβαιότητα που περιβάλλει την πολιτικοοικονομική συγκυρία παραταθεί, η κατάσταση θα επιδεινωθεί δραματικά».
«Θεωρούμε ότι μόνον η τελική συμφωνία με τους εταίρους στην Ευρωζώνη θα εξαλείψει τις αβεβαιότητες και θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη», προσθέτουν οι αναλυτές.
Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου, το α’ τρίμηνο 2015 ξεκίνησε με πολλές αβεβαιότητες ως προς τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, το τελευταίο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκαν αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης (-0,4%) σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2014 με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία. Αρνητικός προβλέπεται να είναι και ο ρυθμός μεγέθυνσης το πρώτο τρίμηνο του 2015, αν και τα στοιχεία θα οριστικοποιηθούν αργότερα. Φυσιολογικά, αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια ότι η ανεργία παραμένει σταθερή.
Οι αναλυτές του γραφείου, αναφέρουν ότι πολλά σημεία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ μπορούσαν να περιληφθούν σε ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα προσαρμογής ή συμφωνία-γέφυρα, ώστε να συνεχισθεί η βοήθεια προς την Ελλάδα. «Είχαμε όμως επίσης υπογραμμίσει ότι άλλες εξαγγελίες (π.χ. σε ασφαλιστικό και ιδιωτικοποιήσεις) ήταν ασύμβατες με δεσμεύσεις της χώρας και με τη γενικότερη φιλοσοφία σε ΕΕ, ΔΝΤ και ΟΟΣΑ και ότι αυτό θα οδηγούσε σε καθυστερήσεις και εντάσεις. Το αποτέλεσμα θα ήταν απώλειες εξωτερικών πόρων, καθίζηση των ρυθμών μεγέθυνσης και όξυνση των δημοσιονομικών προβλημάτων».
«Κατά την εκτίμησή μας το μείζον ζήτημα της Ελληνικής οικονομίας είναι οι αγκυλώσεις που εμφανίζονται στις σχέσεις κράτους και αγοράς. Ο σύνθετος χαρακτήρας της ελληνικής «τραγωδίας» απαιτεί ριζοσπαστικές λύσεις με βάση τις διεθνείς εμπειρίες και τις βέλτιστες πρακτικές («best practices») και όχι με βάση παραδοχές που έχουν ιστορικά διαψευσθεί».
Αναφορικά με το πακέτο προτάσεων που παρουσίασε προ εβδομάδων ο Γ. Βαρουφάκης, το Γραφείο υποστηρίζει ότι κάθε ένα από τα μέτρα αυτά μπορεί να συζητηθεί ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, αλλά όλα μαζί δεν εντάσσονται σε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη ούτε είναι σαφές πώς θα χρηματοδοτηθούν τελικά, παρά την αισιοδοξία του «κειμένου εργασίας» για νέα φορολογικά έσοδα 4,7 έως 6,1 € δισ., ούτε τέλος στηρίζονται σε τεκμηριωμένη ανάλυση των έμμεσων, μακροχρόνιων επιπτώσεων στις συμπεριφορές και προσδοκίες των πολιτών.
«Συνοπτικά, η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται είναι ένα ιδιότυπο μείγμα νέων φόρων, νέων δαπανών και θεσμικών αλλαγών και σε μεγάλο βαθμό ανακοινωμένων αντιφατικών προθέσεων για αλλαγές. Για ορισμένα μέτρα (π.χ. 100 δόσεις) είναι απροσδιόριστες τελικά οι μακροχρόνιες επιπτώσεις. Παρά το βραχυπρόθεσμο όφελος, το μείγμα αυτό εντείνει την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση».
«Γενικά, η μεταρρυθμιστική πτυχή είναι ανεπαρκής. Πολλές από τις ιδέες που περιλαμβάνει είναι ατελείς (π.χ. για τη Δικαιοσύνη) και παραβλέπουν τόσο ιστορικές εμπειρίες όσο και ευρύτερες τάσεις που επικρατούν διεθνώς (π.χ. στη Δημόσια Διοίκηση)», προσθέτει η έκθεση.