Της Δήμητρας Μανιφάβα
Στο σημερινό υπουργικό συμβούλιο κρίνεται η τύχη της ρύθμισης για την προστασία της α’ κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, καθώς το συγκεκριμένο ζήτημα εξακολουθεί να αποτελεί “αγκάθι” τόσο στη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές όσο και στις σχέσεις μεταξύ των συναρμοδίων υπουργών. Αυτό αποφασίστηκε χθες κατά τη συνεδρίαση της πολιτικής ομάδας διαπραγμάτευσης. Εάν, πάντως, η ρύθμιση περιληφθεί τελικά στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα κριτήρια υπαγωγής σε αυτήν θα είναι τελικά στα επίπεδα αυτών που προβλέπονταν και στη ρύθμιση Χατζηδάκη, στον νόμο 4224/2013, η ισχύς του οποίου έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Χαρακτηριστικό της εμπλοκής που υπάρχει στο συγκεκριμένο θέμα είναι ότι ο αρμόδιος υπουργός Οικονομίας κ. Γιώργος Σταθάκης χθες το πρωί ήταν κατηγορηματικός, υποστηρίζοντας ότι η διάταξη για τους πλειστηριασμούς θα περιληφθεί στο πολυνομοσχέδιο, διαψεύδοντας τα όσα είχε πει το βράδυ της Τετάρτης ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάνης Βαρουφάκης. Χθες το βράδυ, μετά τη σύσκεψη της πολιτικής ομάδας διαπραγμάτευσης στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, ο κ. Σταθάκης αρνήθηκε να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο.
Όλες, πάντως, οι πληροφορίες συγκλίνουν στην άποψη ότι η κυβέρνηση, εάν περιλάβει τελικά τη ρύθμιση, θα αναγκαστεί να “βάλει πολύ νερό στο κρασί της” στο συγκεκριμένο θέμα. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος 4224/2013 αφορούσε την προστασία κύριας κατοικίας με αντικειμενική αξία έως 200.000 ευρώ και οι δανειολήπτες έπρεπε να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια: α) το ετήσιο οικογενειακό τους εισόδημα να είναι έως 35.000 ευρώ, η κινητή και ακίνητη περιουσία τους να έχει συνολική αξία έως 270.000 ευρώ και γ) οι καταθέσεις και κινητές αξίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό να έχουν αξία έως 15.000 ευρώ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις υπηρεσιακών παραγόντων αλλά και του τραπεζικού συστήματος τα παραπάνω κριτήρια καλύπτουν περίπου το 80% των δανειοληπτών. Αυτό, βεβαίως, σημαίνει ότι μπορεί και πάλι η ρύθμιση να μην γίνει αποδεκτή από τους “θεσμούς”, ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη τις σχετικές παρατηρήσεις που είχε κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη γνώμη που είχε εκδώσει στις 10 Απριλίου επί του αρχικού προσχεδίου νόμου το οποίο είχε αποστείλει το υπουργείο Οικονομίας. “Προτιμότερη λύση για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού θα ήταν η ανάπτυξη ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας. Οι απαγορεύσεις των πλειστηριασμών που είναι καίρια στοχευμένες προς ευπαθή νοικοκυριά θα μπορούσαν να προβλεφθούν ως ρυθμίσεις ενταγμένες στο πλαίσιο της ανάπτυξης του δικτύου κοινωνικής προστασίας", αναφέρεται μεταξύ άλλων στο σχετικό έγγραφο της ΕΚΤ.