Για μια μεταρρύθμιση προς ένα ασφαλιστικό σύστημα τριών πυλώνων, τοποθετήθηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην παρουσίαση του βιβλίου, «Συντάξεις για νέους - ένα αναπτυξιακό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», των Μιλτιάδη Νεκτάριου, Πλάτωνος Τήνιου και Γιώργου Συμεωνίδη.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, «το ασφαλιστικό σύστημα βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια. Έκτοτε, πλειάδα νομοθετικών παρεμβάσεων, οι οποίες επισπεύστηκαν από το 2010 και μετά, πραγματοποιήθηκαν με κύριο στόχο να αποκαταστήσουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος. Πράγματι, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να αποδίδει. Όπως επισημαίνεται και στην πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού (1) , παρά τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις, οι μεταρρυθμίσεις που επιτεύχθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία έτη οδήγησαν στη μεγαλύτερη προβλεπόμενη, μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ, μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης για την περίοδο 2016-2070, η οποία μάλιστα το 2070 αναμένεται να καταλήξει χαμηλότερη από το μέσο όρο της ΕΕ».
Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε ότι «ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν τη μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019. Σύμφωνα με την πρώτη έκθεση αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας (2), η αναστολή των περικοπών δεν απειλεί τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος».Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «η μετάβαση στο παρόν ασφαλιστικό τοπίο δεν ήταν όμως ομαλή. Η έντονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια συνοδεύτηκε από τάσεις αναβλητικότητας, πλημμελούς εφαρμογής και παλινδρόμησης, υπονομεύοντας άλλους στόχους του συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως η διαφάνεια και η προβλεψιμότητα για ασφαλιστικό προγραμματισμό και η ίση μεταχείριση των πολιτών».
Ωστόσο, συνέχισε, «η αναστολή του μέτρου οδηγεί σε αυξημένες δαπάνες γήρανσης μέχρι το 2040». Επιπλέον, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, «η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ».
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά, αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Στη συνέχεια ανέφερε πως το βιβλίο «Συντάξεις για Νέους – Ένα Αναπτυξιακό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης» αναδεικνύει μια άλλη δομική αδυναμία του υφιστάμενου συστήματος: Τη λειτουργία του στο πλαίσιο ενός μοναδικού, κρατικού, πυλώνα που απονέμει συντάξεις -κατά το πλείστον καθορισμένων παροχών- σε διανεμητική βάση.
Ένα τέτοιο σύστημα, όπως είπε, στερείται αναπτυξιακής δυναμικής, καθώς επηρεάζει αρνητικά τους δύο παράγοντες που διαμορφώνουν την οικονομική ανάπτυξη: την απασχόληση και την αποταμίευση (τις επενδύσεις).
Περιγράφοντας το σύστημα τριών πυλώνων που περιγράφουν οι συγγραφείς, σημείωσε πως θέτει ως αφετηρία ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη των νέων εργαζομένων, παρέχοντας παράλληλα εγγυήσεις για τα δικαιώματα των απερχόμενων γενεών. Για τους σημερινούς και αυριανούς εργαζόμενους, η κεντρική αξία είναι η ανάπτυξη, και προς αυτή την κατεύθυνση προτείνεται ένα σύστημα συντάξεων βασισμένο στην άμεση εισαγωγή ενός συστήματος τριών πυλώνων. Για τους συνταξιούχους, κεντρική αξία είναι η δικαιοσύνη και η αξιοπιστία, και προς αυτό τον στόχο χορηγούνται ισχυρές εγγυήσεις των δικαιωμάτων τους μέσω της χρηματοδότησης της μεταβατικής περιόδου.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το σύστημα τριών πυλώνων που προτείνεται από τους συγγραφείς, είναι ένα είδος σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπου οι τομείς δρουν συμπληρωματικά (και όχι ανταγωνιστικά) σε αυτά που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Πιο συγκεκριμένα:
• Ο πρώτος πυλώνας παραμένει κρατικός και υποχρεωτικός και παρέχει τις κύριες συντάξεις σε διανεμητική βάση: Δηλαδή, τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές χρησιμοποιούνται για την πληρωμή συντάξεων των υφισταμένων συνταξιούχων. Βασίζεται όμως πλέον στη λειτουργία Ατομικών Λογαριασμών Νοητής Κεφαλαιοποίησης: Οι ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνει κάθε ασφαλισμένος πιστώνονται «νοητά» στον ατομικό λογαριασμό του και κεφαλαιοποιούνται με τεχνικό επιτόκιο που εξαρτάται από την μέση αύξηση του ΑΕΠ, προσαρμοσμένη για μεταβολές του εργαζόμενου πληθυσμού. Το συσσωρευμένο κεφάλαιο είναι νοητό και δεν υπάρχουν αποθεματικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναδόμηση του πρώτου πυλώνα συνοδεύεται και από μία σημαντική παραμετρική αλλαγή: Τη μείωση του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών για κύρια σύνταξη από 20% που ισχύει για τους περισσότερους ασφαλισμένους, σήμερα σε 10%.
• Ο δεύτερος πυλώνας είναι επίσης κρατικός και υποχρεωτικός - παρέχεται ωστόσο δικαίωμα εθελοντικής απεμπλοκής σε όσους συμμετέχουν, με ισοδύναμη κάλυψη, σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης –και αποδίδει επικουρικές συντάξεις μέσω ενός νέου ενιαίου πλήρως κεφαλαιοποιημένου ταμείου. Οι εισφορές κάθε ασφαλισμένου (6% σύμφωνα με την πρόταση) πιστώνονται στον Ατομικό Λογαριασμό του, συσσωρεύοντας το ασφαλιστικό κεφάλαιο που θα χρηματοδοτήσει τη συνταξιοδότησή του. Σε πρώτη φάση, η διαδικασία των επενδύσεων των αποθεματικών του ταμείου ανατίθεται υποχρεωτικά στην ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών με στόχο τη δημιουργία εναλλακτικών διαχειριστών, υπό καθεστώς εποπτείας, σε βάθος χρόνου.
• Ο τρίτος πυλώνας είναι ιδιωτικός και προαιρετικός. Στηρίζεται στη λειτουργία Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), τα οποία οργανώνονται και χρηματοδοτούνται από τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους και εργοδότες με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο (Ν.3029/2002). Τα υφιστάμενα Ταμεία Εφάπαξ μετατρέπονται υποχρεωτικά σε ΤΕΑ. Το ποσοστό ασφαλιστικών εισφορών που προτείνεται είναι της τάξεως του 3-4%.
Όπως ανέφερε, «η προτεινόμενη από τους συγγραφείς μεταρρύθμιση έχει αναπτυξιακή δυναμική, χωρίς να αλλοιώνει τους στόχους ενός συνταξιοδοτικού συστήματος. Η χρήση ατομικών λογαριασμών στους δύο πρώτους πυλώνες εξασφαλίζει διαφάνεια και ίση μεταχείριση των ασφαλισμένων, τόσο εντός όσο και μεταξύ διαδοχικών γενεών, ενώ παράλληλα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, καθώς πλέον υπάρχει αναλογιστική δικαιοσύνη στην απονομή συνταξιοδοτικών παροχών. Η μείωση των εισφορών μειώνει τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, ευνοώντας την αύξηση της απασχόλησης, την ανταγωνιστικότητα και εν τέλει την ανάπτυξη. Ο βαθμός κεφαλαιοποίησης που επιτυγχάνεται με την προτεινόμενη χρηματοδότηση των επικουρικών συντάξεων εκτιμάται ότι σε μια δεκαετία θα έχει δημιουργήσει μεγάλο όγκο αποθεματικών (τουλάχιστον 50 δισεκ. ευρώ), παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Τέλος, η επάρκεια των συντάξεων επιτυγχάνεται πιο αποτελεσματικά μέσω του επιμερισμού των κινδύνων: το κράτος εξασφαλίζει στους πολίτες ένα δομημένο πλαίσιο μακροχρόνιας αποταμίευσης που θα προσφέρει ένα ποσοστό αναπλήρωσης της τάξεως του 55%, ενώ παρέχεται η δυνατότητα για την περαιτέρω συμπλήρωσή του, έως 75%, μέσω ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο πλαίσιο των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης. Η κρατική χρηματοδότηση περιορίζεται στην καταβολή προνοιακών παροχών για την εξασφάλιση ενός «ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης» και στη συμπλήρωση εισφορών για αυτούς με ανεπαρκές πλαίσιο ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή για τους ανέργους, τη στρατιωτική θητεία, τις γονικές άδειες κλπ)».
Η αχίλλειος πτέρνα, κατά την άποψή του, της μεταρρύθμισης που προτείνεται στο βιβλίο είναι «η χρηματοδότηση της συνταξιοδότησης των απερχόμενων γενεών έως το 2045, καθώς δημιουργούνται δύο ειδών ελλείμματα. Πρώτον, η μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα για τις επικουρικές συντάξεις συνεπάγεται ότι οι εισφορές των εργαζομένων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να πληρωθούν οι επικουρικές συντάξεις των απερχόμενων γενεών. Οι συγγραφείς διευκρινίζουν ότι αυτό το είδος ελλείμματος δεν αποτελεί νέο έλλειμμα του προτεινόμενου συστήματος, αλλά αντίθετα εμφάνιση ενός κρυφού ελλείμματος που θα προέκυπτε ούτως ή άλλως αργότερα. Δεύτερον, η μείωση εισφορών στην κύρια ασφάλιση κατά το ήμισυ (από 20% σε 10%) συνεπάγεται λιγότερους πόρους για την πληρωμή των παλαιών συντάξεων στη μεταβατική περίοδο. Σε σχέση με την τελευταία προβολή του υφιστάμενου συστήματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (4), η οποία συμπεριλαμβάνει τις περικοπές της προσωπικής διαφοράς από το 2019, η πρόταση που καταθέτουν οι συγγραφείς στο παρόν βιβλίο έχει μεγαλύτερα ελλείμματα κύριας σύνταξης για την περίοδο έως το 2040 κυρίως λόγω της εμπροσθοβαρούς μείωσης των εισφορών. Μακροπρόθεσμα, όμως, καθώς οι συντάξεις του νέου συστήματος είναι οιονεί κεφαλαιοποιητικές και αντικαθιστούν τις παλαιές, οδηγεί σε κατακόρυφη μείωση των ελλειμμάτων».
Πηγή: naftemporiki.gr