Της Δήμητρας Μανιφάβα
Ασφαλιστικές δικλείδες προκειμένου οι απαιτήσεις ξένων επενδυτών να μην ικανοποιούνται σε βάρος των πολιτών μιας χώρας ζήτησε χθες ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων για Θέματα Εμπορίου, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες. Το «καυτό» θέμα της ατζέντας ήταν η περίφημη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, η οποία μπορεί μεν να εμφανίζεται ως η ευκαιρία για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που βρίσκονται στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, κρύβει όμως πολλούς κινδύνους.
Ο Έλληνας υπουργός υπογράμμισε ότι δεν πρόκειται απλά για μία ακόμα εμπορική συμφωνία αλλά για κάτι πολύ περισσότερο, που εγείρει σειρά ζητημάτων, λιγότερο και περισσότερο σημαντικών. Ένα πρόβλημα για την ελληνικήπλευρά είναι ότι, υιοθετώντας τη θέση των ΗΠΑ, δεν αναγνωρίζει την έννοια των Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης. Ας σημειωθεί ότι αυτό είναι ένα συνολικότερο πρόβλημα για σειρά ευρωπαϊκών προϊόντων, τα οποία τυγχάνουν αυτής της προστασίας μόνο εντός των συνόρων της ΕΕ, με συνέπεια εκτός αυτών των συνόρων να κυκλοφορούν στην πραγματικότητα ψευδεπίγραφα προϊόντα. Προβλήματα ανακύπτουν και σε σειρά άλλων κλάδων, όπως αυτός της ενέργειας.
Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα, όπως επεσήμανε ο κ. Σταθάκης, αφορά την διαδικασία επίλυσης διαφωνιών μεταξύ των κρατών και ξένων επενδυτών (Investor State Dispute Settlement), που επιτρέπει στους δεύτερους να μηνύουν τις κυβερνήσεις για όποια δράση περιορίζει τα μελλοντικά τους κέρδη. Ο υπουργός Οικονομίας έκανε λόγο για μια «πάρα πολύ προβληματική περιοχή», που δυνητικά περιορίζει τη δυνατότητα των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να νομοθετούν. Στο βαθμό που σε αυτό το στάδιο δεν είναι πλέον εφικτό να αποφευχθεί η συγκεκριμένη διαδικασία, θα πρέπει τουλάχιστον να έχει περιορισμένο εύρος και να υπάρξει ένα ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο, που θα διασφαλίζει ότι οι επενδυτές δεν θα εκμεταλλεύονται τη διαδικασία εις βάρος των πολιτών. Στις περιπτώσεις που θα υπάρχει προσφυγή σε ένδικα μέσα, αυτά θα πρέπει να είναι εσωτερικά, ενώ σε διεθνές επίπεδο θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα διαμεσολαβητικό όργανο, χωρίς δικαστικές αρμοδιότητες.
Όσον αφορά το θέμα της συμφωνίας CETA με τον Καναδά και την προστασία της γεωγραφικής ένδειξης της φέτας, ο Υπουργός Οικονομίας τόνισε ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, όπως είχε συμφωνηθεί, δεν είναι αυτό που επιθυμεί η Ελλάδα. Η χώρα επιδιώκει την όσο το δυνατόν καλύτερη προστασία της Γεωγραφικής Ένδειξης Φέτα, ακόμη και στην παρούσα φάση της νομικής επεξεργασίας της συμφωνίας, στο πλαίσιο των περιορισμένων διαθέσιμων δυνατοτήτων. «Θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις που να επιτρέπουν την έγκριση της συμφωνίας από το εθνικό μας κοινοβούλιο και από την ελληνική κοινή γνώμη» είπε χαρακτηριστικά, καταλήγοντας: «Στην παρούσα φάση φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει συναίνεση».
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τη συμφωνία CETA όσες εταιρείες στον Καναδά παράγουν και εμπορεύονται ήδη τυριά με την ονομασία «φέτα», θα μπορούν να διατηρήσουν τον χαρακτηρισμό υπό τον όρο ότι θα απαλείψουν από τις συσκευασίες των προϊόντων τους τα σύμβολα που παραπέμπουν στην Ελλάδα και θα αναγράφουν τη χώρα παραγωγής. Επιπλέον όσοι στο μέλλον δραστηριοποιηθούν στην παραγωγή λευκού τυριού, θα μπορούν να αναγράφουν στη συσκευασία τον χαρακτηρισμό «τύπου φέτα» ή «απομίμηση φέτας».