Την διαφωνία τους στο ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 110 και για το αν η απόφαση της προτείνουσας Βουλής δεσμεύει την επόμενη Βουλή ως προς την κατεύθυνση του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων, επανέλαβαν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στη συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, υποστήριξε ότι και οι δύο Βουλές θεωρούνται αναθεωρητικές και πρέπει να ταυτίζονται οι αποφάσεις τους, και ότι η δεύτερη Βουλή δεσμεύεται από τις αποφάσεις της προτεινόμενης Βουλής.
Απορρίπτοντας το επιχείρημα της ΝΔ, ότι αυτή η Βουλή δεν είναι δεσμευτική, ο κ. Κατρούγκαλος αντέτεινε ότι, δεν μπορεί η επόμενη πλειοψηφία να καθιστά τυχερό παίγνιο το κορυφαία αυτό συνταγματικό ζήτημα και να έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη του νομοθέτη για ευρύτερες συναινέσεις. «Αν θεωρήσουμε ότι η κατεύθυνση της πρώτης Βουλής δεν δεσμεύει την δεύτερη, καθίσταται τότε χωρίς αποτέλεσμα και νόημα η παρεμβολή του εκλογικού σώματος», σημείωσε.
Ταυτόχρονα, ο κ. Κατρούγκαλος επέκρινε την αναφορά του αντιπροέδρου της ΝΔ Άδωνι Γεωργιάδη, ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βάλει στα αναθεωρητέα άρθρα το άρθρο 16, να μην περιμένει αναθεώρηση, κάνοντας λόγο για «φανερά στοιχεία εκβιασμού» και για «τερατώδη αναντιστοιχία με την αίσθηση που έχει ο ελληνικός λαός για μεγάλα ζητήματα, όπως στο «να ρυθμιστεί η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού».
«Υπάρχει η εντύπωση ότι αν αποβεί άκαρπη η αναθεώρηση, μπορούμε το επόμενο πρωί να αλλάξουμε τα σακάκια μας και να παραβιάσουμε το σαφέστατο πνεύμα του άρθρου 110 του συντάγματος; Αν η ΝΔ δεχτεί την άποψη αυτή του κ. Γεωργιάδη, τότε θα γελοιοποιήσει και τον εαυτό της αλλά θα γελοιοποιηθεί και η ίδια η Βουλή», τόνισε ο κ. Κατρούγκαλος.
Σε αντίθετη κατεύθυνση ήταν η τοποθέτηση του γενικού εισηγητή της ΝΔ Κώστα Τασσούλα, που αντέτεινε ότι η παρούσα Βουλή είναι προτείνουσα και η επόμενη αναθεωρητέα, για αυτό και μεσολαβούν οι εκλογές που θα δώσουν το δικαίωμα στην επόμενη πλειοψηφία να αποφασίσει οριστικά.
Είναι ανήκουστο η επόμενη Βουλή να δεσμεύεται απολύτως από την παρούσα Βουλή ως προς το περιεχόμενό της. Ο κυρίαρχος λαός θα δώσει την διαπλαστική ικανότητα στην επόμενη Βουλή να προχωρήσει στην αναθεώρηση, χωρίς να δεσμεύεται στο περιεχόμενο της», τόνισε ο κ. Τασούλας.
Παράλληλα κάλεσε το ΣΥΡΙΖΑ να συμφωνήσει ώστε να ψηφιστούν και οι δυο προτάσεις που έχουν καταθέσει τα δύο κόμματα.
«Επαναφέρουμε την πρόταση πρόκληση και έκκληση να υπερψηφίσουμε αμοιβαία τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί και να αφεθούμε στα χέρια του ελληνικού λαού, που θα αναδείξει και την τελική αναθεωρητική πρόταση. Ουσιαστικά θα είναι μια αναθεώρηση του ιδίου και όχι της πλειοψηφίας. Εμείς αυτό που προτείνουμε είναι στη θέση της δεσμευτικότητας του περιεχομένου να έχουμε τη δεσμευτικότητα του λαού.
Με την ερμηνεία που δίνει η ΝΔ στο άρθρο 110, συντάχθηκαν τόσο ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ειδικός εισηγητής της ΔΗΣΥ Ευάγγελος Βενιζέλος, όσο και ο γενικός εισηγητής του κόμματος Ανδρέας Λοβέρδος.
«Η επόμενη αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται από την προτείνουσα Βουλή επί των θεμάτων που είναι στον κατάλογο αλλά όχι ως προς το περιεχόμενο τους. Η πρώτη βουλή μνημονεύει τις αναθεωρητέες διατάξεις δεν καθορίζει την κατεύθυνση τους. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη στη συνταγματική ιστορία της χώρας ότι δεσμεύει στην κατεύθυνση της την επόμενη αναθεωρητική Βουλή», τόνισε ο κ. Βενιζέλος.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η τοποθέτηση του κ. Λοβέρδου. «Θέση σταθερή του ΚΙΝΑΛ, είναι ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται σε καμία περίπτωση στις κατευθύνσεις τις προτείνουσας Βουλής. Η πρώτη είναι προτείνουσα Βουλή και προτείνει διατάξεις για αναθεώρηση και η δεύτερη Βουλή που είναι η αναθεωρητική θα αποφασίσει στην πρώτη σύνοδο της. Η δεύτερη αναθεωρητική Βουλή έχει την ευχέρεια να προχωρήσει ή όχι στην αναθεώρηση και δεν δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής», τόνισε ο κ. Λοβέρδος.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΚΚΕ Γιάννης Γκιόκας υποστήριξε ότι τον τελικό λόγο τον έχει η επόμενη Βουλή ενώ κατηγόρησε για αντιφάσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ σημειώνοντας ότι , «ο καθένας τοποθετείται στο συγκεκριμένο θέμα ανάλογα με το αν είναι κυβερνητικό κόμμα ή αν βρίσκεται στην αντιπολίτευση».
«Είναι ένα θέμα θεωρητικό επιστημονικό, όμως δεν έχει κανένα πρακτικό πολιτικό αποτέλεσμα γιατί τον τελικό λόγο σε τελική ανάλυση το έχει η επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το πολύ πολύ να υπάρχει μια πολιτική, ηθική δέσμευση, ιδιαίτερα αν μία διάταξη έχει συγκεντρώσει έναν αριθμό των 180 βουλευτών», υπογράμμισε ο κ. Γκιόκας.
«Γι αυτό το λόγο, εμείς ως επί το πλείστον, αυτή τη στάση θα κρατήσουμε και τώρα, δεν θεωρούμε ότι πρέπει να συγκεντρωθεί ο αριθμός των 180 γιατί δεν έχουμε καμία απολύτως εμπιστοσύνη, σε οποιαδήποτε επόμενη πιθανή κυβέρνηση, κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το τι τελικά θα αποφασίσουν να αλλάξουν ή να μην αλλάξουν στο σύνταγμα», πρόσθεσε.
Η Επιτροπή Αναθεώρησης με την τελευταία θεματική ενότητα που αφορά δικαστική εξουσία, δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση, ολοκλήρωσε σήμερα την συζήτηση επί των προτάσεων που έχουν κατατεθεί.
Από αύριο, όπως συμφώνησε ομόφωνα η επιτροπή, ξεκινάει η συλλογή υπογραφών επί των συμπληρωματικών προτάσεων μεμονωμένων βουλευτών ή μικρών κοινοβουλευτικών ομάδων, που δεν έχουν τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών, οι οποίοι θα τις καταθέσουν στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Γραμματείας της Επιτροπής Αναθεώρησης.
Ήδη έχουν κατατεθεί στην γραμματεία της Επιτροπής Αναθεώρησης συμπληρωματικές προτάσεις από το ΚΚΕ, το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ και την Ένωση Κεντρώων ενώ η πρόεδρος της ΔΗΣΥ Φώφη Γεννηματά απέστειλε επιστολή προς τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση με προτάσεις του κόμματος της για την αναθεώρηση.
Η προθεσμία για την κατάθεση των συμπληρωματικών προτάσεων με την υπογραφή 50 βουλευτών, θα λήξει την ερχόμενη Τρίτη το μεσημέρι και η συζήτησή τους θα ξεκινήσει την αμέσως επόμενη συνεδρίαση που έχει προγραμματιστεί για την ερχόμενη Τετάρτη.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Νίκος Παρασκευόπουλος και τα μέλη της Επιτροπής συμφώνησαν, μετά από σχετική πρόταση του γενικού εισηγητή του ΚΚΕ Γιάννη Γκιόκα, να συζητηθούν σε μία συνεδρίαση και προτάσεις που δεν έχουν τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών, ενώ τον λόγο θα μπορούν να λάβουν και βουλευτές που δεν είναι μέλη της Επιτροπής για να αναπτύξουν την πρόταση τους.