Οι επικείμενες εκλογές της Ελλάδας θα είναι καθοριστικές για τη βελτίωση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όπως σημειώνει η S&P. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, ένα σημαντικό ορόσημο όσον αφορά την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας της ευρωζώνης ήταν η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας τον Αύγουστο του 2018, ενόψει της οποίας οι δανειστές είχαν ήδη συμφωνήσει στη δημιουργία ενός μαξιλαριού ρευστότητας και σε περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Όπως υπογραμμίζει ο οίκος, οι θετικές προοπτικές που δίνει για την Ελλάδα αντικατοπτρίζουν την άποψή του ότι η προβλεψιμότητα της πολιτικής της χώρας βελτιώνεται, όπως και οι οικονομικές προοπτικές της. Κατά τη διάρκεια του 2016-2018, η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο, κατά την άποψη της S&P, οι αναπτυξιακές πολιτικές και όχι τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα θα αποτελέσουν τα "κλειδιά" για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Κατά τα επόμενα τρία χρόνια, η S&P εκτιμά ότι η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας θα κινηθεί στο 2,4%. Ωστόσο, όπως τονίζει, "βλέπει" δυνατότητες για ισχυρότερα αποτελέσματα εάν η κυβέρνηση κάνει περισσότερα σε ό,τι αφορά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ώστε να προσελκύσει ισχυρότερες εισροές από επενδύσεις από το εξωτερικό.
Παράλληλα, o οίκος υπενθυμίζει τους λόγους για τους οποίους τον περασμένο Ιούλιο αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας σε θετικό. Όπως επισημαίνει, οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την πιθανότητα αναβάθμισης εάν η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, οδηγώντας σε μια ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη. Ένας άλλος πιθανός λόγος για αναβάθμιση θα ήταν μια σημαντική μείωση στα μη εξυπηρετούμενα assets των ελληνικών τραπεζών, παράλληλα με την πλήρη άρση όλων των capital controls. Οι υγιέστερες τράπεζες θα μπορούσαν να παράσχουν πίστωση στα πιο παραγωγικά μέρη του κρίσιμου τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως σημειώνει.
Αντίθετα, ο οίκος αναφέρει πως θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές σε σταθερές αν αντίθετα με τις προσδοκίες της, υπάρξει αντιστροφή σε μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί στο παρελθόν ή εάν τα αναπτυξιακά αποτελέσματα είναι πιο αδύναμα από ό, τι αναμένει, περιορίζοντας την ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη δημοσιονομική εξυγίανση, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν θα πρέπει την Παρασκευή να αναμένουμε αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας από το Β+ που τις "δίνει" αυτή τη στιγμή ο οίκος, αφού τα "κριτήρια" που δίνει για να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση, δεν έχουν ακόμη ικανοποιηθεί.
Πηγή: capital.gr