Ανατροπή στην επιβολή του τέλους επιτηδεύματος στους νέους επαγγελματίες προκαλεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Tο Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση 89/2019 έδωσε την αληθή ερμηνεία του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 σχετικά με την απαλλαγή από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών.
Το Σ.τ.Ε. έκρινε ότι, για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος δεν αρκεί μόνη η πάροδος πενταετίας από την έναρξη εργασιών σε οποιοδήποτε επάγγελμα, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η διοίκηση, αλλά θα πρέπει η άσκηση αυτή να είναι κατ’ αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας. Σε αντίθετη περίπτωση τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται σε αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση, εν συγκρίσει με τους λοιπούς νέους επιτηδευματίες προς τους οποίους τελούν υπό τις αυτές οικονομικές συνθήκες ασκήσεως του επαγγέλματός τους, οι ελεύθεροι επαγγελματίες που, όπως ο προσφεύγων δικηγόρος, έχουν μεν πραγματοποιήσει έναρξη επιτηδεύματος πέντε έτη προ της επιβολής του ένδικου φορολογικού βάρους, πλην, όμως, προέβησαν, εν συνεχεία, σε διακοπή εργασιών.
Το ΣτΕ αναφέρει συγκεκριμένα:
«Προϋπόθεση για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες είναι η εκ μέρους τους άσκηση της αυτής κατ’ αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας επί πενταετία από της οικείας ενάρξεως εργασιών. Ελεύθεροι, αντιθέτως, επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν μεν προβεί, κατά το παρελθόν, σε έναρξη εργασιών, πλην, όμως, σε επάγγελμα διαφορετικό του ενεστώτος επαγγέλματός τους, εν συνεχεία, όμως, διέκοψαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, εξαιρούνται επί πενταετία από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος για την άσκηση του νέου επαγγέλματός τους, ανεξαρτήτως του αν η αρχική έναρξη εργασιών είχε λάβει χώρα σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας από τη γένεση της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και ανεξαρτήτως του αν ο υπόχρεος είχε συμπληρώσει πέντε έτη ασκήσεως της αρχικής επαγγελματικής του δραστηριότητας».
Σχετικά με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1223/13.10.2011 αναφέρει ότι: Η ερμηνεία που απέδωσε στις κρίσιμες διατάξεις η φορολογική αρχή δεν μπορεί, εξάλλου, να βρει έρεισμα ούτε στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1223/13.10.2011, την οποία επικαλείται προς επίρρωση της βασιμότητας των ισχυρισμών της, διότι με την εγκύκλιο αυτή (στην οποία αναφέρεται ότι «Όσον αφορά την εξαίρεση των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών εμπορικών επιχειρήσεων κατά τα πέντε πρώτα έτη από την πρώτη τους έναρξη, διευκρινίζεται ότι . . . στις περιπτώσεις που ο επιτηδευματίας έχει πραγματοποιήσει στο παρελθόν και άλλη έναρξη, δεν εξαιρείται, ακόμη και αν τη συγκεκριμένη έναρξη την έχει διακόψει» (παρ. Γ περ. 2)), δεν παρέχονται στη διοίκηση διευκρινίσεις και οδηγίες για την εφαρμογή των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων, αλλά εισάγονται πρωτογενώς κανονιστικές ρυθμίσεις, αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, χωρίς να παρέχεται προς τούτο νομοθετική εξουσιοδότηση, όπως βασίμως προβάλλει ο προσφεύγων.
Δεν τίθεται, εξάλλου, ζήτημα αντιθέσεως της, κατά τα ανωτέρω, ερμηνείας προς το γράμμα της κρίσιμης διατάξεως, ούτε, άλλωστε, ζήτημα ανεπίτρεπτης διεύρυνσης των περιπτώσεων απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος κατά παράβαση της αρχής της στενής ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η φορολογική διοίκηση, αλλ’ αντιθέτως αποδίδεται η αληθής έννοια του άρθρου 31 παρ. 3 του ν. 3986/2011, χωρίς να προστίθενται νέες περιπτώσεις στις ρητώς προβλεπόμενες εκ του νόμου απαλλαγές και εξαιρέσεις. Κατόπιν τούτων, αλυσιτελής καθίσταται η εξέταση των λοιπών λόγων προσφυγής.
Το ΣτΕ στη συγκεκριμένη πιλοτική δίκη, δικαίωσε δικηγόρο ο οποίος προέβη το 2015 σε έναρξη εργασιών με αντικείμενο τη δικηγορία – παροχή νομικών συμβουλών ενώ παλαιότερα (το 2007) είχε προβεί επίσης σε έναρξη εργασιών ως ελεύθερος επαγγελματίας, με διαφορετικό αντικείμενο όμως (την παροχή επιχειρηματικών συμβουλών) για έξι περίπου μήνες.
Κατά τα δύο πρώτα έτη άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου (2015 και 2016), του επιβλήθηκε τέλος επιτηδεύματος, το οποίο, ειδικώς, για το ένδικο έτος (2016), ανήλθε στο ποσό των 650 € καθώς η φορολογική διοίκηση ακολούθησε τις οδηγίες της ΠΟΛ.1223/2011.