Μας βρίσκει επιφυλακτικούς η απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού, αναφέρει ο ΣΕΛΠΕ σε ανακοίνωσή του, καθώς δεν έχει ληφθεί υπόψη, η διασύνδεσή του με την παραγωγικότητα της εργασίας και η ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Η ανακοίνωση αναλυτικά:
Βασική φιλοσοφία του ΣΕΛΠΕ είναι η εμπέδωση στο ελληνικό περιβάλλον εργασίας, ορισμένων θεμελιωδών οικονομικών εννοιών. Ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις διαμορφώνουν νέες συνθήκες απασχόλησης, στο πλαίσιο της νέας ψηφιακής οικονομίας και ότι η ανάπτυξη δεξιοτήτων και εξειδικεύσεων, η διάχυση των θετικών αντιλήψεων περί συναγωνισμού και ανταγωνισμού στην αναζήτηση της καινοτομίας και του καλύτερου (αριστεία) διαρκώς προάγουν την παραγωγικότητα της εργασίας, με βάση την οποία τεκμηριώνονται παρεμβάσεις ρύθμισης του κόστους εργασίας και εντέλει των αμοιβών των εργαζομένων.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε κανονιστικού τύπου απόφαση πχ για αύξηση του οριζόμενου «κατώτατου μισθού», μη λαμβανομένης υπόψη τις διασύνδεσής του με την παραγωγικότητα της εργασίας και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου και της οικονομίας, μας βρίσκει τουλάχιστον επιφυλακτικούς.
Σε συνθήκες πολύχρονης κρίσης και διαρκούς προσπάθειας για επιβίωση των επιχειρήσεων, είναι παράδοξο να αποφασίζουν τρίτοι για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών. Στις βασικές υποχρεώσεις της πολιτείας σχετικά με την οικονομία και την ανάπτυξη εντάσσονται ,μεταξύ άλλων, η δημιουργία ικανών συνθηκών που ευνοούν τις επενδύσεις, την επιχειρηματική δράση και τη γένεση νέων θέσεων απασχόλησης, ο έλεγχος τήρησης της συνέπειας των φορολογικών και εισφοροδοτικών υποχρεώσεων αλλά και των κανόνων τήρησης του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.
Σ΄ αυτές ανήκει και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής που πρέπει να υποστηρίζεται κυρίως από τα φορολογικά έσοδα τα οποία το κράτος εισπράττει.
Κοινωνική πολιτική δεν ασκείται μέσω παρεμβάσεων στις αμοιβές των εργαζομένων.
Μια σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους θα ήταν ωφέλιμη και εξίσου αποτελεσματική στο διαθέσιμο εισόδημα, όσο και η αύξηση των μισθών. Δεν είναι όμως αποδεκτή η ανοχή στην αδήλωτη εργασία και στα πολλαπλά φαινόμενα εισφοροδιαφυγής, φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και φοροκλοπής.
Επιβαλλόμενες αυξήσεις στις αμοιβές βρίσκουν πρόσκαιρη απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά «ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου » για περαιτέρω αυξήσεις σε επίπεδο κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που περαιτέρω επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα κυρίως των μικρομεσαίων λιανεμπορικών επιχειρήσεων.
Με τελικό αποτέλεσμα την υπονόμευση των μελλοντικών προοπτικών ανεύρεσης εργασίας και τη συντήρηση του φαύλου κύκλου μείωσης της ανταγωνιστικότητας και μάλιστα αυτής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών της ελληνικής οικονομίας.