Πιστωτικά θετική κρίνει η Moody’s την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Όπως αναφέρει στον σχετικό σχολιασμό της, η Ελλάδα επέστρεψε στις 29 Ιανουαρίου στις αγορές, αντλώντας 2,5 δισ. ευρώ από την έκδοση πενταετούς ομολόγου που ωριμάζει το 2024. Πρόκειται για την πρώτη έκδοση ομολόγων από την ελληνική κυβέρνηση, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 και την πρώτη έκδοση ομολόγου εκτός προγράμματος διάσωσης, μετά από σχεδόν μια δεκαετία εξάρτησης από τη χρηματοδότηση της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Η έξοδος της Ελλάδας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές είναι πιστωτικά θετική, καθώς αντανακλά τη βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και ανοίγει τον δρόμο ώστε η χώρα να επιστρέψει πλήρως στη χρηματοδότηση από την αγορά, τονίζει η Moody’s.
Όπως εκτιμά, με τη στήριξη ενός σημαντικού κεφαλαιακού «μαξιλαριού» ύψους περίπου 26,5 δισ. ευρώ (13,8% του ΑΕΠ) και την ισχυρή στήριξη των πιστωτών της ευρωζώνης όπως φάνηκε από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, η Ελλάδα θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις κεφαλαιαγορές. Φέτος, ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζει την έκδοση ομολόγων ύψους έως 7 δισ. ευρώ -στην οποία η πρόσφατη έκδοση συνέβαλε σχεδόν 36%.
Ενώ το κόστος του ομολόγου είναι πολύ υψηλότερο από αυτό που πληρώνει η Ελλάδα επί των δανείων που έλαβε από τον EFSF και τον ΕSM, ωστόσο ο χρόνος της έκδοσης ήταν καλός, η ζήτηση σημαντική και η απόδοση του 3,6% εύκολα διαχειρίσιμη για την Ελλάδα, σημειώνει η Moody’s. Η προηγούμενη έκδοση 5ετών ομολόγων του Ιουλίου του 2017 είχε επιτόκιο 4,625%. Το επιτόκιο του 3,6% αυτής της έκδοσης αντανακλά ένα πιο σταθερό εγχώριο πολιτικό περιβάλλον και τις λιγότερο δύσκολες συνθήκες της αγοράς, δεδομένου ότι η κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή στις 16 Ιανουαρίου και πέρασε τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Σύμφωνα με αναφορές στα ΜΜΕ, σημειώνει η Moody’s, οι fund managers, που τυπικά είναι πιο μακροπρόθεσμοι επενδυτές, αγόρασαν το μεγαλύτερο μερίδιο του ομολόγου.
Η απόδοση στη νέα έκδοση πενταετούς ομολόγου κάνει το κόστος δανεισμού της χώρας ανάλογο με αυτό της Κύπρου, όταν η χώρα βγήκε από το δικό της πρόγραμμα τον Μάρτιο του 2016, αλλά είναι υψηλότερο της Πορτογαλίας, κατά τα δικά της πρώτα βήματα μετά το μνημόνιο.
Η χώρα δεν χρειαζόταν να εκδώσει χρέος αυτή τη στιγμή, δεδομένων των περιορισμένων ωριμάνσεων τα επόμενα 2-3 χρόνια, τις μακρές ημερομηνίες αποπληρωμής υποχρεώσεων και το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας που καλύπτει τις ανάγκες έως τα τέλη του 2020.
Παρά το σημαντικό αυτό βήμα, η χώρα ακόμα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, που περιλαμβάνουν τη μόνο «μέτρια» αναπτυξιακή προοπτική και ένα αδύναμο τραπεζικό τομέα με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων.