Eρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας καταδεικνύει τις δραματικές δημογραφικές αλλαγές που έχουν σημειωθεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες με το δείκτη γονιμότητας ανά γυναίκα να έχει πέσει στα 1,4 παιδιά. Στην έρευνα που διεξήχθη από το Εργαστήριο Κοινωνικών και Δημογραφικών Αναλύσεων του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με διευθυντή τον καθηγητή κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη υπογραμμίζεται ότι στη χώρα μας γεννιούνται πλέον λιγότερα παιδιά και οι γυναίκες γεννούν σε μεγαλύτερη ηλικία.
Πιο αναλυτικά, η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξήθηκε στην Ελλάδα από τα 26,1 έτη το 1980 στα 31,5 έτη το 2017, γεγονός το οποίο οφείλεται στην μετατόπιση προς τα άνω της ηλικίας απόκτησης παιδιού/παιδιών και ειδικότερα στην ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση των πρώτων γεννήσεων στις ηλικίες 30-34 ετών.
Η παρατηρούμενη αυξητική τάση της συγκέντρωσης των γεννήσεων στις «ώριμες» ηλικίες (30 -34 έτη) σε εθνικό επίπεδο ανάμεσα στο 2007 και το 2016 οφείλεται κυρίως στο ότι η απόκτηση ενός πρώτου παιδιού στις ηλικίες αυτές καθίσταται σταδιακά συχνότερη από την απόκτηση ενός δεύτερου σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.
1,4 παιδιά ανά γυναίκα
Η έρευνα επισημαίνει πως «η μειούμενη γονιμότητα, δηλαδή η τάση για την απόκτηση λιγότερων παιδιών και σε όλο και ωριμότερες ηλικίες από τις γυναίκες που γεννήθηκαν μεταπολεμικά αποτελεί πλέον κανόνα στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας.
Η Ελλάδα δεν διαφοροποιείται σημαντικά των περισσότερων ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Οι γεννήσεις μας τις τελευταίες δεκαετίες περιορίσθηκαν σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα η τελική γονιμότητα των γενεών των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1935 βρίσκεται σταθερά κάτω από το όριο αναπαραγωγής (2,1 παιδιά/γυναίκα).
Ταυτόχρονα, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, χρόνο με τον χρόνο, η μέση ηλικία των γυναικών που τεκνοποιούν αυξάνεται σταθερά με αποτέλεσμα να εγγίζει πλέον τα 32 έτη. Η χρονική αυτή μετάθεση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες δεν αποτελεί φυσικά ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς το 2016 υψηλότεροι δείκτες (ποσοστά γονιμότητας) στις ηλικίες 30-34 ετών, σε σχέση με τους αντίστοιχους στις ηλικίες 25-29 ετών, καταγράφονται στην πλειοψηφία των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε.
Εξαίρεση στον κανόνα – υψηλότερη ή παρόμοια γονιμότητα στις ηλικίες 30-34 ετών με αυτή στις ηλικίες 25-29 ετών – αποτελούν τα νεότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (οι πρώην σοσιαλιστικές δηλ. χώρες). Το ίδιο έτος, οι δείκτες γονιμότητας στην Ελλάδα στις πλέον γόνιμες ηλικιακές ομάδες (25-29 και 30-34 ετών) είναι από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε., με αποτέλεσμα η ετήσια γονιμότητα στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία (γύρω από τα 1,4 παιδιά/γυναίκα) να είναι και από τις χαμηλότερες ανάμεσα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Μείωση γονιμότητας στις μικρές ηλικίες
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των μεταβολών στα αναπαραγωγικά πρότυπα του πληθυσμού μας μετά το 1980 είναι η σταδιακή πτώση των δεικτών γονιμότητας στις «μικρές» ηλικίες.
Πέραν της προτίμησης των σύγχρονων ζευγαριών για περισσότερη «ποιότητα» αντί «ποσότητας» ως προς την απόκτηση και το μεγάλωμα των απογόνων τους, η ανωτέρω πτώση δύναται να ερμηνευθεί εν μέρει και ως αποτέλεσμα των σημαντικών κοινωνικών οικονομικών ανακατατάξεων και των αντίστοιχων μεταβολών στα πρότυπα και τις αξίες.
Ταυτόχρονα, σε περιφερειακό επίπεδο το 2016, οι γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 ετών είναι πλέον περισσότερες από τις αντίστοιχες των 25-29 ετών σε όλους τους Νομούς της χώρας μας, σε αντίθεση με το 2007 όπου το αυτό ίσχυε για μόλις 23 Νομούς.
Είναι όμως ταυτόχρονα εμφανές ότι η χρονική μετάθεση της απόκτησης ενός παιδιού την τελευταία δεκαετία δεν εκδηλώνεται με ομοιογενή τρόπο στον ελλαδικό χώρο. Στους πλέον αστικοποιημένους Νομούς της χώρας μας, ήδη από το 2007 καταγράφονται περισσότερες γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 σε σχέση με τις ηλικίες 25-29 ετών.
Οι πρώτες και δεύτερες γεννήσεις
Η τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από τη συνέχιση της μετάθεσης της αναπαραγωγικής δραστηριότητας των γυναικών προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, η δε πρόσφατη οικονομική κρίση ενίσχυσε απλώς την τάση αυτή.
Τίθεται όμως ταυτόχρονα ένα ερώτημα: Η μετατόπιση αυτή της συχνότητας τεκνοποίησης σε μεγαλύτερες ηλικίες, που είχε ως αποτέλεσμα το 2016 σε όλους τους Νομούς της χώρας μας οι γεννήσεις στα 30-34 έτη να είναι περισσότερες από τις αντίστοιχες στα 25-29 έτη, αφορά όλες τις γεννήσεις (πρώτες, δεύτερες, τρίτες, κοκ);
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, εξετάσαμε τις μεταβολές ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου της συχνότητας έλευσης των πρώτων και των δευτέρων γεννήσεων, οι οποίες αποτελούν το 85-86% του συνόλου των γεννήσεων. Από την ανάλυση προέκυψαν τρεις ομάδες Νομών.
Στην πρώτη εντάσσονται η Πρωτεύουσα, τρεις Νομοί της Πελοποννήσου (Αχαΐα, Κορινθία και Μεσσηνία) και δύο νησιωτικοί Νομοί (Λέσβος και Λευκάδα), όπου οι πρώτες γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 ετών είναι περισσότερες από τις δεύτερες τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της υπό μελέτη περιόδου.
Το πλήθος των Νομών αυτών, αυξάνεται σημαντικά ανάμεσα στο 2007-08 και το 2015-16 (από 6 σε 25 αντίστοιχα).
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει Νομούς της κεντρικής Ελλάδας, της Μακεδονίας και Θράκης καθώς και τα Δωδεκάνησα, όπου τόσο το 2007-08 όσο και το 2015-16 είχαμε περισσότερες πρώτες γεννήσεις από δεύτερες στα 30-34 έτη.
Το πλήθος των Νομών αυτών μειώνεται σημαντικά ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (44 Νομοί το 2007-08, 25 το 2015-16).
Τέλος, στην τρίτη ομάδα συγκεντρώνονται Νομοί όπου το 2007-08 καταγράφηκαν περισσότερες δεύτερες γεννήσεις από πρώτες στις ηλικίες 30-34 ετών, ενώ το 2015-2016 είχαμε το αντίστροφο (περισσότερες πρώτες από δεύτερες γεννήσεις στις ηλικίες αυτές.
Στην ομάδα αυτή εντάσσονται κυρίως Νομοί της βορειοδυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου ως και η πλειοψηφία των νησιωτικών Νομών της χώρας και η Κρήτη (εκτός του Ν. Ρεθύμνης).