Ο Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στην Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος εστίασε στη βελτίωση της ωριμότητας της ασφαλιστικής αγοράς, ως προς τη δυναμική που αναπτύσσεται για την αντιμετώπιση προβλημάτων που αποτελούν κληρονομιά του παρελθόντος.
Στάθηκε στην μετεξέλιξη των ασφαλιστικών προϊόντων που διατίθενται στην Ελλάδα καθώς «ο χρονικός ορίζοντας των καλύψεων μειώνεται και από ισόβιες γίνονται πλέον ετήσιες, ενώ οι χρηματοοικονομικές εγγυήσεις αντανακλούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες».
Όπως είπε ο Γ. Στουρνάρας «η ιδιωτική ασφάλιση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική ασφάλιση, μπορεί, όμως, και πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά. Και αυτό διότι διεθνώς, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης υπόκεινται σε μακροοικονομικές και δημογραφικές πιέσεις».
Όπως τόνισε «η πολιτεία έχει στη διάθεσή της μια σειρά λύσεων. Μερικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, έχουν ήδη εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Η αποδοτικότερη, όμως, μέθοδος ως προς τον αναπτυξιακό της χαρακτήρα – και γι’ αυτό συνηθέστερη διεθνώς – είναι η συμπλήρωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, που συσσωρεύονται στο πλαίσιο ενός δημόσιου συστήματος του πρώτου πυλώνα, με ένα σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα».
Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σύστημα είναι αναγκαίο να συναινέσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι και να κατανοήσουν τους ρόλους τους. «Το μεν κράτος δεν μπορεί πλέον να επιμένει να διατηρεί το μονοπώλιο των συνταξιοδοτικών παροχών. Οι δε εργοδότες πρέπει να αντιληφθούν ότι η υποχρέωσή τους να παρέχουν ασφάλεια στους εργαζομένους τους υπερβαίνει το χρόνο της απασχόλησής τους, και υφίσταται και μετά τη συνταξιοδότησή τους. Αλλά και κάθε πολίτης πρέπει να κατανοεί ότι η οικονομική του ασφάλεια μετά τη συνταξιοδότηση εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις δικές του προσωπικές αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου».
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ «η νέα νομοθεσία θα πρέπει να συμβαδίζει με την οικονομική πραγματικότητα, ώστε η δημιουργία ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης να αναδύεται ως μη επαχθής οικονομικά επιλογή για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή της δέουσας ευελιξίας στη δημιουργία επαγγελματικών ταμείων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία του θεσμού. Για παράδειγμα, ο νέος νόμος θα μπορούσε να επιτρέπει σε εργοδότες του ίδιου – ή ακόμη και διαφορετικού – κλάδου δραστηριότητας, καθένας εκ των οποίων προσφέρει το δικό του συνταξιοδοτικό πρόγραμμα στους υπαλλήλους του, να συνεισφέρουν σε ένα κοινό ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο θα διαχειρίζεται, πιθανόν μαζί με άλλα συνταξιοδοτικά κεφάλαια, ένα τέτοιο ταμείο συνταξιοδοτικών παροχών».