Αντιμέτωπη με σοβαρούς κινδύνους, οι οποίοι μάλιστα, έχουν ενταθεί το τελευταίο διάστημα, βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με την πρώτη έκθεση της μεταμνημονιακής παρακολούθησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Ο χάρτης των πέντε «εκρηκτικών» κινδύνων του δυσμενούς σεναρίου απαρτίζεται από:
1. Μεταρρυθμιστική κόπωση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων (υψηλός κίνδυνος με πιθανότητες από 30% έως 50%), ιδίως εξαιτίας της προοπτικής εκλογών εντός του 2019. Οι δικαστικές αποφάσεις για ακύρωση μνημονιακών μέτρων μπορούν να λάβουν χαρακτήρα χιονοστιβάδας.
2. Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών (μεσαίου μεγέθους κίνδυνος με πιθανότητες 10%-30%), ικανών να οδηγήσουν σε ραγδαία επιδείνωση του επενδυτικού και καταθετικού κλίματος έναντι των τραπεζών.
3. Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας (μεσαίος κίνδυνος, πιθανότητες 10%-30%).
4. Ραγδαία επιδείνωση των διεθνών συνθηκών στις αγορές (υψηλός κίνδυνος, πιθανότητες από 30% έως 50%).
5. Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων (υψηλός κίνδυνος, πιθανότητες 30%-50%).
Τα προβλήματα παραμένουν
Ξεκινώντας από τα φαινομενικά απλά στο βασικό σενάριο της έκθεσης, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στερείται ουσιαστικής δυναμικής, με αποτέλεσμα, αν και φέτος υπολογίζεται σε 2,4%, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να καρκινοβατεί οριακά πάνω από 1%. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει αδύναμος, ενώ η ικανότητα αποπληρωμής των χρεών που έχει επωμιστεί η Ελλάδα κρίνεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα επαρκής, αλλά με αυξανόμενα ρίσκα και σημαντικές αβεβαιότητες. Τα ρίσκα αυτά, κατά την άποψη του Ταμείου, απαιτούν περαιτέρω ενέργειες για την τόνωση της οικονομίας.
Η προοπτική των εκλογών και ο υψηλός κίνδυνος πισωγυρίσματος
Σε αυτό το φόντο, το ΔΝΤ ζητά για μια ακόμα φορά εφαρμογή της προνομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου το 2020, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των φυσικών προσώπων και στα κέρδη των επιχειρήσεων, «επανεκτίμηση» των πρόσφατων αλλαγών αναφορικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, εφαρμογή πλέγματος μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και του επιχειρηματικού κλίματος, για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Ζητά παράλληλα την εκπόνηση ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την περίπτωση όπου επιβεβαιωθούν τα δημοσιονομικά ρίσκα τα οποία απειλούν να τινάξουν στον αέρα τις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Στο θέμα των κόκκινων δανείων, οι συστάσεις είναι σε άλλο μήκος κύματος σε σχέση με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς: ενισχύστε το νομικό οπλοστάσιο για να διευκολύνετε τη μείωση των κόκκινων δανείων με όρους ιδιωτικού τομέα, πριν σκεφτείτε τις κρατικές ενισχύσεις, και αποφύγετε τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να διαβρώσουν περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών, ενισχύοντας παράλληλα την εσωτερική τραπεζική διακυβέρνηση, διαμηνύει το Ταμείο.
Στο κρίσιμο ερώτημα εάν οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται πρόσθετα κεφάλαια, οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ θα μπορούσαν να θεωρηθούν «διπλωματικές». Ζητά να υπάρξει κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, είτε μέσω αύξησης κεφαλαίου ή δεδομένης της έλλειψης ζήτησης για μετοχές, με τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση (non dilutive capital instruments).
Τα καλά νέα
Στο προοίμιο της έκθεσης, σημειώνεται ότι η Ελλάδα εξήλθε της μνημονιακής περιόδου τον περασμένο Αύγουστο, με μειωμένες ανισορροπίες και επιταχυνόμενο ρυθμό ανάπτυξης, τα χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα εξουδετερώθηκαν και η εξωτερική θέση έχει σημαντικά βελτιωθεί.
Η ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους σε συνδυασμό με το μεγάλο cash buffer περιόρισαν τις αδυναμίες, η οικονομική ανάκαμψη διευρύνεται, η ανεργία ακολουθεί καθοδική τροχιά, η αύξηση των καταθέσεων και βελτιώσεις στους ισολογισμούς των τραπεζών επέτρεψαν τη σταδιακή άρση των capital controls, τα σπρεντ των ελληνικών ομολόγων έχουν αποκλιμακωθεί, αν και παραμένουν τα υψηλότερα στην ευρωζώνη.