Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει σε καλό επίπεδο, τονίζει η HSBC σε έκθεσή της για την Ελλάδα «Το ποτήρι μισογεμάτο - Εντυπώσεις από το ταξίδι στην Αθήνα».
Όπως σημειώνει ο οίκος, τα στελέχη της επισκέφθηκαν την Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες, για πρώτη φορά από την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και πραγματοποίησαν συναντήσεις με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, άλλους υπουργούς, την ΤτΕ, τον ΟΔΔΗΧ, το ΤΑΙΠΕΔ, τραπεζίτες και τη Νέα Δημοκρατία.
Η χώρα μέχρι στιγμής, σύμφωνα με την HSBC, φαίνεται πως δεν έχει επηρεαστεί από την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και της ευρωζώνης, ενώ η ανάπτυξη διευρύνεται σε περισσότερους κλάδους. Αναφορικά όμως, με τη μακροπρόθεσμη προοπτική, οι απόψεις διίστανται λόγω της μεταρρυθμιστικής κόπωσης και των χαμηλών επιπέδων επενδύσεων, που θα μπορούσαν να περιορίσουν τα οφέλη στην παραγωγικότητα.
Προς το παρόν, συνεχίζει ο οίκος, η μεταμνημονιακή εποπτεία κινήθηκε σχετικά ομαλά, ωστόσο η ΕΕ δεν ενέκρινε την εκταμίευση 1 δισ. ευρώ λόγω των διαφορετικών απόψεων για τον νέο νόμο Κατσέλη. Πάντως και οι δύο πλευρές, είναι θετικές σε ό,τι αφορά την προοπτική επίτευξης συμφωνίας, ίσως πριν από το Eurogroup της 5ης Απριλίου.
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό μέτωπο, η χώρα διαθέτει ένα μαξιλάρι ρευστότητας 40 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι είναι πλήρως χρηματοδοτούμενη τουλάχιστον έως το τέλος του 2023. Η στρατηγική αναφορικά με το τι θα γίνει με μέρος του συγκεκριμμένου ποσού δεν είναι σαφής, αλλά θα μπορούσε να διατεθεί για αποπληρωμή μέρος των δανείων του ΔΝΤ, μείωση των εκδόσεων εντόκων γραμματίων, των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ή στήριξη προς τις τράπεζες ώστε να περιορίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Μετά από τις δύο επιτυχημένες εξόδους στις αγορές φέτος, η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει νέα κίνηση, έτσι ώστε να πιάσει το στόχο του ΟΔΔΗΧ για άντληση 7 δισ. ευρώ φέτος, σημεώνει ο οίκος.
Ένα σημαντικό θέμα το οποίο συζητήθηκε εκτενώς στην Αθήνα, σύμφωνα με τον οίκο, είναι το όριο που θέτει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες σχετικά με τα ομόλογα που μπορούν να κατέχουν. Το ζήτημα δημιουργεί μεγάλη ανησυχία στους επενδυτές καθώς μειώνει την ικανότητα των τραπεζών να ενεργούν στη δευτερογενή αγορά και να μειώνουν τη ρευστότητα. Η σημασία της αύξησης του ορίου είναι στα «ραντάρ» των ελληνικών αρχών, προσθέτει η HSBC.
Οι τράπεζες συνεχίζουν τη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τους και είναι σίγουρες ότι μπορούν να πετύχουν την εξυγίανση των ισολογισμών τους. Σε ό,τι αφορά όμως την ομαλοποίησης της εικόνας τους, τα μηνύματα είναι ανάμεικτα, γράφει η HSBC, με τους μετόχους να έχουν αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με το ενδεχόμενο, τη χρησιμότητα και το χρονοδιάγραμμα πιθανών λύσεων για το σύνολο του τραπεζικού κλάδου, αλλά και για τη δομή και την αποτελεσματικότητα του συνολικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των προβληματικών assets.
Όπως διαπιστώνει ο οίκος, τα θέματα που συμφωνούν κυβέρνηση, εγχώριοι και διεθνείς θεσμοί και τράπεζες είναι η αύξηση του ορίου στα κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες, ωστόσο δεν υπάρχει αρκςετή σαφήνεια σχετικά με το χρονοδιάγραμμα μιας τέτοιας κίνησης ή οι λεπτομέρειές της. Επιπλέον, όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι οι τάσεις σε ό,τι αφορά την ποιότητα ενεργητικού βελτιώνονται, με την μείωση των μη εξηπηρετούμενων δανείων να είναι περισσότερο πετυχημένη.
Πάντως, σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα θέματα, τα μηνύματα εμφανίζονται μεικτά. Οι απόψεις διίστανται σε ό,τι αφορά την παροχή πίστωσης. Οι τράπεζες θεωρούν ότι δεν περιορίζονται από τη ρευστότητα ή τα κεφάλαια και πως η ζήτηση των πιστώσεων αυξάνεται για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, η HSBC αναφέρει πως διάφοροι θεσμοί, βλέπουν ότι τα κόκκινα δάνεια εξακολουθούν να περιορίζουν τη δυνατότητα των τραπεζών να δανείζουν, ενώ κάποιοι εκτιμούν ότι η ρευστότητα παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα.
Θετική διατηρείται η εικόνα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, σύμφωνα με τον οίκο, με την Ελλάδα, μέχρι στιγμής, να φαίνεται ανεπηρέαστη από την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και της ευρωζώνης, ωστόσο η πορεία της το δ' τρίμηνο του 2018 χαρακτηρίζεται ως σχετικά απογοητευτική. Η ανάπτυξη διευρύνεται σε περισσότερους κλάδους, πέραν του τουρισμού, με τις επιδόσεις στις εξαγωγές να χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικές και να καταγράφεται βελτίωση της βιομηχανικής παραγωγής και αύξηση των τιμών των κατοικιών.
Αυτό που λείπει από την ανάκαμψη προς το παρόν είναι οι επενδύσεις, αναφέρει ο οίκος, οι οποίες παραμένουν ακόμα κατά δύο τρίτα χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα. Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν μείωση κατά 12% το 2018 (αν και μπορεί να αναθεωρηθεί καθώς τα έως τώρα στοιχεία δείχνουν μεγάλη συμμετοχή των αποθεμάτων στην ανάπτυξη πέρυσι, που τείνει να αποδίδεται στην κατανάλωση ή πιθανότατα στις επενδύσεις σε μεταγενέστερο στάδιο). Η αξιοποίηση των διαρθρωτικών κονδυλίων της ΕΕ παραμένει χαμηλή, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις βρίσκονται συνεχώς κάτω των στόχων (με χάσμα που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ ετησίως), εξαιτίας της ανεπάρκειας της δημόσιας διοίκησης.
Πηγή: economy365.gr