Η μελέτη του κ. Ηλία Λεκκού, Επικεφαλής Oικονομολόγου της Τράπεζας Πειραιώς, με θέμα: Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας - Απτά σημάδια βελτίωσης αλλά απαιτούνται πολύ περισσότερα, αναφέρεται στα βήματα που έχουν γίνει στον κλάδο των εξαγωγών αλλά και σε εκείνα που πρέπει να γίνουν στο μέλλον.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης ένα από τα βασικά ζητούμενα – πέρα από τη δημοσιονομική εξυγίανση – δεν ήταν άλλο από την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής ήταν η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας από ένα κλειστό και εσωστρεφές υπόδειγμα σε μία ανοιχτή ανταγωνιστική οικονομία, όπου το εξαγωγικό εμπόριο θα συνέβαλε θετικά στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Παρά τις αρχικά υψηλές προσδοκίες, η αλλαγή αυτή είναι αργή αλλά σταθερή. Το 2018, το εξωτερικό εμπόριο έχει θετική συνεισφορά στην οικονομική ανάπτυξη.
Στην παρούσα μελέτη προσπαθούμε και εμείς να συμβάλλουμε στην κατανόηση του «προβλήματος της υστέρησης των ελληνικών εξαγωγών» σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Η φιλοδοξία μας είναι να προχωρήσουμε πέρα από μια απλή περιγραφική παράθεση προϊόντων και προορισμών των ελληνικών εξαγωγών. Βασικός μας στόχος είναι να εκτιμήσουμε τις κατηγορίες προϊόντων όπου η ελληνική οικονομία κατέχει συγκριτικό πλεονέκτημα και να αξιολογήσουμε το βαθμό εξειδίκευσης (sophistication) των ομάδων προϊόντων. Επιπλέον εξετάζοντας τις εξαγωγές από μικροοικονομική σκοπιά παρουσιάζουμε την «ακτινογραφία» των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, εκτιμούμε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας και πως αυτή έχει μεταβληθεί τα τελευταία 10 χρόνια.
Τα βασικά μας συμπεράσματα συνοψίζονται στα εξής:
Το χάσμα μεταξύ των εξαγωγών και εισαγωγών, ως % του ΑΕΠ έκλεισε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ο ισοσκελισμένος εξωτερικός τομέας ήταν αποτέλεσμα της σταθεροποίησης των εισαγωγών (περίπου 34% το 2017) και της σημαντικής αύξησης των εξαγωγών (σε 33% το 2017 από 23% το 2008).
Παρά αυτή την πρόσφατη εξέλιξη, σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα παραμένει μια «κλειστή οικονομία». Πιο συγκεκριμένα, το «άνοιγμα στο εμπόριο» της Ελλάδας (εισαγωγές και εξαγωγές) ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 67% έναντι 90% του μέσου όρου της Ευρωζώνης (EA19) το 2017.
Η Ελλάδα έχει παγκόσμιο αποκαλυπτόμενο συγκριτικό πλεονέκτημα σε 22 από τις 63 ομάδες προϊόντων, το οποίο αναλογεί σε 69,5% των ελληνικών εξαγωγών, και όταν αφαιρεθούν τα «πετρελαιοειδή προϊόντα» σε 40,4%.
Η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα κυρίως σε εξαγόμενα προϊόντα με χαμηλό παγκόσμιο επίπεδο παραγωγικότητας, αποτελώντας το 31,9% των ελληνικών εξαγωγών.
Εάν αφαιρεθούν τα πετρελαιοειδή προϊόντα, μόνο το 8,5% των ελληνικών εξαγωγών έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και την ίδια στιγμή είναι υψηλού παγκόσμιου επιπέδου παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να αυξήσει την «εξαγωγική της δυναμική» δίνοντας έμφαση σε προϊόντα υψηλού επιπέδου παραγωγικότητας που τώρα έχει συγκριτικό μειονέκτημα και το τρέχον συνολικό μερίδιο τους εκτιμάται σε 15,6% επί των ελληνικών εξαγωγών.
Όταν μετράται το επίπεδο παραγωγικότητας που σχετίζεται με τα εξαγόμενα αγαθά μιας χώρας, η Ελλάδα παρουσιάζει ένα μέτριο επίπεδο εξειδίκευσης του εξαγωγικού της μίγματος και κατέχει την 51η θέση ανάμεσα σε 172 χώρες.
Το τεχνολογικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών είναι χαμηλό. Το 2017, το μερίδιο των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στις ελληνικές εξαγωγές διαμορφώθηκε σε 4,3%, το χαμηλότερο στην ΕΕ28.
Μόνο ένα μικρό ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων (κυρίως ΜμΕ) εξάγει, το οποίο εκτιμάται περίπου σε 2-3% το 2016.
Κατά συνέπεια, οι ελληνικές εξαγωγές είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένες. Οι 5 πρώτοι εξαγωγείς αντιπροσωπεύουν το 23% των συνολικών εξαγωγών αγαθών. Οι 1.000 πρώτες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 81% των ελληνικών εξαγωγών.
Το χονδρικό εμπόριο και η μεταποίηση προϊόντων διύλισης πετρελαίου είναι οι δύο κορυφαίοι εξαγωγικοί κλάδοι.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία, από 36% το 2005 σε 40% το 2015.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση της συμμετοχής «προς τα πίσω» (backward participation). Οι ελληνικές ακαθάριστες εξαγωγές ενσωματώνουν περισσότερη ξένη προστιθέμενη αξία από ότι πριν από 10 έτη σε 25% από 19%.
Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με τη συμμετοχή «προς τα εμπρός» (forward participation), η ελληνική προστιθέμενη αξία στις ξένες εξαγωγές ως ποσοστό των ακαθάριστων εξαγωγών υποχώρησε σε 15% από 17%.