Πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης κατατάσσεται η εγχώρια Βιομηχανία Τροφίμων, καλύπτοντας το 25,5% του συνόλου των επιχειρήσεων της ελληνικής μεταποίησης.
Σύμφωνα με τη 14η Ετήσια Έκθεση του ΙΟΒΕ για τη Βιομηχανία Τροφίμων & Ποτών, που υλοποίησε με την υποστήριξη του ΣΕΒΤ, οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου τροφίμων και ποτών διαφαίνονται έντονες και, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη συνεργασία των εκπροσώπων του κλάδου και των αρμόδιων φορέων, μπορούν να συμβάλουν όχι μόνο στη βελτίωση της αποδοτικότητας αλλά και
στην ύπαρξη ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, ενισχύοντας την ελληνική οικονομία. Η διασφάλιση επιλογής της σωστής στρατηγικής και η σταθερότητα υλοποίησης του μακροχρόνιου σχεδιασμού της, αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις του κλάδου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η συνολική μηνιαία κατά κεφαλήν κατανάλωση ειδών διατροφής και ποτών το 2017 αυξήθηκε οριακά (1%) στα 306 ευρώ από 304 ευρώ το 2016. Η κύρια δαπάνη των Ελλήνων καταναλωτών στη μηνιαία κατανάλωση τροφίμων και ποτών το 2017 αφορά πρώτα το κρέας (65,3 ευρώ), τα γαλακτοκομικά (48,1 ευρώ) και στη συνέχεια το αλεύρι, το ψωμί και τα δημητριακά (45,2 ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί ότι την υψηλότερη ποσοστιαία άνοδο καταγράφουν οι δαπάνες για αποστάγματα (+10%) και για καφέ, τσάι και κακάο (+6%) το 2017 σε σχέση με το 2016, ενώ μικρότερες αυξήσεις σημειώνουν οι δαπάνες για τις υπόλοιπες κατηγορίες.
Εξαίρεση αποτελούν οι δαπάνες για μπίρα, οι οποίες καταγράφουν μείωση της τάξης του 5%, καθώς και οι δαπάνες για γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά, έλαια και λίπη και για αποστάγματα, οι οποίες καταγράφουν μείωση (από -3% εκατέρωθεν). Σε όρους τιμών, από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών, προκύπτει ότι η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του εγχώριου δείκτη το 2018 σε σχέση με το 2017 είναι ελαφρώς θετική (0,4%). Σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα και το 2018, ενώ η σχετική μεταβολή τους στην Ευρωζώνη φθάνει στο 1,7%.