Σε έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ επισημαίνεται ότι η υψηλότερη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη προϋποθέτει τη δημιουργία ενός σύνθετου τουριστικού προϊόντος
Η μείωση της Μέσης κατά́ Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) των εισερχομένων τουριστών στην Ελλάδα οφείλεται κατά περίπου τα 2/3 στην μείωση της Μέσης Διάρκειας Παραμονής, που αποτελεί παγκόσμια τάση, και κατά το 1/3 στην αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών με την προσέλκυση νέων αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Αντίθετα, η Μέση Ημερήσια Δαπάνη έχει παραμείνει σχεδόν σταθερή με μικρές αυξομειώσεις.
Συνεπώς, η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης μεταξύ 2005 και 2018 κατά 30% (από €745,7 σε €519,6), δεν αποτελεί ένδειξη «υποβάθμισης» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της νέας μελέτης που εκπόνησε το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ) στην οποία εξετάζονται οι λόγοι μείωσης της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης των τουριστών στην Ελλάδα, ενώ γίνεται σύγκριση και με την Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη των τουριστών στην Ισπανία.
«Η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα, 2005 – 2018»:
• Η μεταβολή στα μερίδια των αγορών μας - δηλαδή, η αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών - δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών (υψηλότερης δαπάνης) αγορών από νέες (χαμηλότερης δαπάνης) αγορές, αλλά στην ανάπτυξη των νέων αγορών (+ 137%, από 3,2 εκατ. το 2012 σε 7,6 εκατ. το 2018) με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν που αναπτύσσονται οι παραδοσιακές (+82%, από 6,3 εκατ. το 2012 σε 11,5 εκατ. το 2018).
• Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, η Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις παραδοσιακές αγορές μας αυξήθηκε, αντισταθμίζοντας τη μειωμένη Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις νέες αγορές (+ 6% από τις χώρες της Ευρωζώνης έναντι -11% από τις άλλες χώρες της ΕΕ και -9% από τις υπόλοιπες). Στο γεγονός αυτό οφείλεται η διαχρονική́ σταθερότητα της Μέσης Ημερησίας Δαπάνης (ΜΗΔ) τα τελευταία χρόνια (€ 71,1 το 2012, € 69,0 το 2018).
• Εφόσον η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη της Ελλάδας υπολογισθεί μόνο για όσους διανυκτέρευσαν, ανέρχεται σε 546,3 ευρώ το 2018, είναι δηλαδή υψηλότερη κατά 26,7 ευρώ έναντι της δημοσιευμένης ΜΚΔ 519,6 ευρώ.
Εξέλιξη και σύγκριση με την Ισπανία
• Η διαφορά της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας, περιορίζεται για το 2018 σε € 53,7 (€ 546,3 και € 600 αντίστοιχα) και μπορεί να αποδοθεί αφενός σε στατιστικές διαφορές και αφετέρου, στο διαφορετικό μείγμα των επισκεπτών των δύο χωρών, καθώς η συμμετοχή των Βαλκανικών αγορών και των αγορών της Ανατολικής Ευρώπης στην Ισπανία είναι αναλογικά πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Ελλάδα.
• Η διαφορά μεταξύ της ΜΚΔ σε Ισπανία και Ελλάδα διευρύνεται: από € 26,5 το 2016 σε € 53,7 το 2018. Καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη αυτή αποτελεί η αποκλίνουσα πορεία της ΜΚΔ για τις τρείς κύριες αγορές των δύο χωρών (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), ενώ στην Ελλάδα έχει μειωθεί μεταξύ 2016 και 2018, στην Ισπανία έχει αυξηθεί.
• Το κόστος του αεροπορικού εισιτηρίου από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές προς την Ισπανία, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο προς την Ελλάδα, μεταξύ άλλων λόγω εγγύτητας και φορολογικών επιβαρύνσεων. Αυτό αφενός δίνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην Ισπανία, αφετέρου – βάσει της παρόμοιας Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης για δαπάνες στην κάθε χώρα – είναι πολύ πιθανόν το συνολικό κόστος για τον Ευρωπαίο τουρίστα να είναι υψηλότερο για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, απ’ ότι για ένα ταξίδι στην Ισπανία.
Με αφορμή την μελέτη, ο κ. Ηλίας Κικίλιας, Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ σημείωσε: «Όπως έδειξε και πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για την αξιολόγηση του τουριστικού brand «Ελλάδα», η στόχευση σε υψηλότερη Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη, είτε μέσω της αύξησης της Μέσης Ημερήσιας Δαπάνης, είτε μέσω της Μέσης Διάρκειας Παραμονής, προϋποθέτει τη δημιουργία ενός πιο σύνθετου προϊόντος με υψηλότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναβαθμίζει την συνολική εμπειρία του επισκέπτη και αφορά σε όλους τους επιμέρους κρίκους της αλυσίδας αξίας που συνθέτουν το τουριστικό προϊόν. Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίσιμο στοιχείο είναι, επίσης, η αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών με συγκεκριμένο στρατηγικό σχεδιασμό, συνένωση δυνάμεων και ευρύτερες συνεργασίες σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των υποδομών για ενεργειακή επάρκεια, καθαριότητα, επαρκή αστυνόμευση, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας, κλπ., ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες, τόσο των τουριστών όσο και των κατοίκων της χώρας. Μόνο έτσι ο ελληνικός τουρισμός θα διατηρήσει την δυναμική του και θα σταθεροποιηθεί σε μια νέα, πιο ώριμη και μακροχρόνια φάση ανάπτυξης».