Τους αργούς ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζει η ελληνική ασφαλιστική αγορά καταγράφει η Allianz Research, σημειώνοντας πως τα ασφάλιστρα στη χώρα μας αυξήθηκαν μόλις κατά 1% το 2018 έναντι 1,8% το 2017 και 8,2% το 2016.
Οι ασφαλίσεις ζωής παρέμειναν στάσιμες, ενώ τα έσοδα από τις ασφαλίσεις περιουσίας κατέγραψαν υποτονική αύξηση της τάξης του 1,9%. Παρά τα τρία συνεχόμενα χρόνια ανάπτυξης, η ελληνική αγορά έχει ακόμα μακρύ δρόμο να διανύσει για να φτάσει ξανά στα προ κρίσης επίπεδα του 2009: Η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων εξακολουθεί να είναι 28% χαμηλότερη. Δεδομένης της πρόσφατης αναπτυξιακής δυναμικής, θα χρειαστούν άλλα εννέα χρόνια για να καλυφθούν πλήρως τα απολεσθέντα ασφάλιστρα. Η ελληνική αγορά υστερεί σε σχέση με την Ευρώπη και σε άλλους τομείς: τόσο η ασφαλιστική πυκνότητα (ασφάλιστρα κατά κεφαλή, 349 ευρώ) όσο και η ασφαλιστική διείσδυση (ασφάλιστρα ως ποσοστό του ΑΕΠ, 2,1%) στην Ελλάδα είναι μακράν τα χαμηλότερα στη Δυτική Ευρώπη και πολύ κάτω από τους μέσους όρους (2.395 ευρώ και 6,5% αντίστοιχα).
Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές, φαίνονται λίγο πιο αισιόδοξες. Η Allianz Research αναμένει ότι οι ασφαλιστικές αγορές θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν, με την αύξηση της παραγωγής ασφαλίστρων παγκοσμίως να φτάνει το 5% την επόμενη δεκαετία (μετά το μάλλον απογοητευτικό 3% της προηγούμενης δεκαετίας).
Δεδομένης της επιταχυνόμενης δημογραφικής αλλαγής, ιδίως στις αναδυόμενες αγορές με λιγότερο ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο κλάδος των ασφαλίσεων Ζωής θα πρέπει και πάλι να σημειώσει ταχύτερη ανάπτυξη σε σύγκριση με τον κλάδο Περιουσίας & Ατυχημάτων (5,5% έναντι 4,4%). Οι προσδοκίες ανάπτυξης για την αγορά της Δυτικής Ευρώπης είναι αισθητά χαμηλότερες – η περιοχή θα πρέπει να επιτύχει ανάπτυξη περίπου 3% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία, τόσο στον κλάδο Ζωής όσο και στον κλάδο Περιουσίας & Ατυχημάτων.
Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, αντικατοπτρίζοντας τη δυναμική ανάπτυξης, θα πρέπει να αναπτυχθεί ταχύτερα, σχεδόν στο 4% ετησίως. Αυτό αποτελεί τεράστια βελτίωση έναντι της τελευταίας δεκαετίας (-2,3% ετησίως), όμως ο εντυπωσιακός ρυθμός ανάπτυξης της προ κρίσης εποχής (+10,5% ετησίως) παραμένει ανέφικτος προς το παρόν.