Ο ημίγλυκος οίνος αντιπροσωπεύει τις 3 στις 5 φιάλες ελληνικού κρασιού που πωλούνται στην αγορά της Πολωνίας, όπως δείχνουν τα στοιχεία έρευνας του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Βαρσοβία. Σύμφωνα με την έρευνα οι τρεις οινοπαραγωγοί εταιρείες με την ισχυρότερη παρουσία στη χώρα είναι οι: Μπουτάρης, Τσάνταλης και Κουρτάκης.
Στην έρευνα, το Γραφείο Οικονομικών Υποθέσεων σημειώνει ότι αν και πρόκειται για μια νέα αγορά για τους εξαγωγείς κρασιού και αλκοόλ ανά τον κόσμο, η Πολωνία είναι μια αναπτυσσόμενη αγορά όπου ο ανταγωνισμός γίνεται ολοένα και πιο έντονος με την πάροδο του χρόνου. Οι μεγάλοι «παίκτες» στη διακίνηση είναι οι: Ambra, Bartex-Bartol, Domain Menada, Partner Center και CEDC. Επιπλέον, σημειώνεται ότι εισάγονται κρασιά όχι μόνον απευθείας από τις χώρες παραγωγής αλλά και μέσω τρίτων χωρών. Στην περίπτωση των μεγάλων οινοπαραγωγών χωρών ακολουθούνται παράλληλα και οι δύο διαδρομές. Ενδεικτικά, κρασιά από την Κύπρο εισάγονται μέσω Γερμανίας και κρασιά από τις ΗΠΑ εισάγονται κατά πρώτο λόγο μέσω Γερμανίας (80%) και κατά δεύτερο απευθείας ή μέσω άλλων χωρών (Ην. Βασίλειο, Ιταλία, Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία και Σουηδία). Κρασιά Ισπανίας, Ιταλίας, Γαλλίας, Χιλής, Πορτογαλίας και Αργεντινής εισάγονται κατά κύριο λόγο (>85%) απευθείας από τις αντίστοιχες χώρες.
Ανταγωνισμός, τιμή και αναγνωρισιμότητα είναι τα τρία κύρια προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες εξαγωγείς στη χώρα. Ως προς την τελική τιμή πώλησης των ελληνικών κρασιών υπερβαίνει τον Μ.Ο. των ανταγωνιστικών προϊόντων (το 85% της αγοράς λιανικής κινείται στην τιμή των 25 Ζλότυ). Ως προς την αναγνωρισιμότητα, το ελληνικό brand name γίνεται θετικά δεκτό στην πολωνική αγορά, καθώς τη χώρα μας επισκέφθηκαν σχεδόν 1.000.000 Πολωνοί το 2017. Ωστόσο, ειδικά στο σκέλος του κρασιού, δεν υπάρχει η αναγνωρισιμότητα των γαλλικών κρασιών ούτε η έντονη και συστηματική προβολή των ιταλικών και άλλων κρασιών, μέσω εκδηλώσεων, διαφημίσεων και άλλων δράσεων. Μια συχνά εμφανιζόμενη πρακτική δυσκολία αφορά την ταξινόμηση ελληνικών ποικιλιών (π.χ. Αγιωργίτικο, Αθήρι, Μαλαγουζιά, Μοσχάτο, Ξυνόμαυρο κλπ.) σε γνωστές κατηγορίες με τις οποίες είναι εξοικειωμένοι εισαγωγείς, πωλητές και καταναλωτές (Pinot Noir, Chardonnay, Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah κλπ.). Η ταξινόμηση αυτή, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη, ειδικά για την ένταξη των ελληνικών οίνων μενού εστιατορίων. Σημειώνεται ότι στην πολωνική αγορά δεν υφίστανται, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων πολύ μικρής εμβέλειας, σημεία λιανικής πώλησης αποκλειστικά ελληνικών προϊόντων