Στην απαρχή ενός τεχνολογικού κυκλώνα βρίσκονται ο τραπεζικός κλάδος και ο ευρύτερος χρηματοπιστωτικός τομέας, καθώς οι ψηφιακές και οι τεχνολογικές προκλήσεις θα μετασχηματίσουν ριζικά το επιχειρησιακό, πελατοκεντρικό και λειτουργικό τους πρότυπο. Αυτό επεσήμανε ο πρόεδρος της Grant Thornton και πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών Νίκος Καραμούζης μιλώντας σε ημερίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου με θέμα «Ελληνικές τράπεζες: Πυλώνας ανάπτυξης ή μεγάλος ασθενής;», εκτιμώντας ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα επενδύσουν περί το 1 δισ. ευρώ στην τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση του συνόλου των δικτύων και των υποδομών τους την προσεχή τριετία, στην προσπάθειά τους να προετοιμαστούν για το μέλλον.
Σημαντική πρόκληση για τις διοικήσεις και τους μετόχους των τραπεζών, σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, αποτελεί η οργάνωση μιας ομαλής και αποτελεσματικής μετάβασης από το παραδοσιακό πρότυπο λειτουργίας στη νέα ψηφιακή εποχή, σημειώνοντας εμφατικά ότι «στην περίπτωσή μας ισχύει το αλλάζω ή βουλιάζω». Οπως υπογράμμισε ο κ. Καραμούζης, στην Ελλάδα, που είναι μια μικρή αγορά, ο ανταγωνισμός για τα εγχώρια «παραδοσιακά» πιστωτικά ιδρύματα δεν θα προέλθει τόσο από τον ενδοτραπεζικό ανταγωνισμό, αλλά, κυρίως, στη λιανική τραπεζική, από διασυνοριακές, ψηφιακές, ιντερνετικές πλατφόρμες μεγάλων τραπεζών, από τους νέους εγχώριους και διεθνείς εξειδικευμένους διεθνείς θεσμικούς παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (π.χ. διαχείριση πλούτου, χρηματιστηριακές συναλλαγές) και από τις διεθνείς και εγχώριες αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ψηφιακές τράπεζες όπως η Ν26 και η Resolut έχουν ήδη πάνω από 250.000 Ελληνες πελάτες, προσελκύοντας ένα δυναμικό κομμάτι της πελατείας, ενώ την ίδια στιγμή ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για τις χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων εντείνεται, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους. Οπως εκτίμησε, οι ελληνικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν επιτυχώς, ίσως με διαφορετικές ταχύτητες, τις προκλήσεις, καθώς ήδη προσφέρουν ικανοποιητικές online Ιnternet & mobile υπηρεσίες, αλλά παράλληλα διατηρούν βαριές και παραδοσιακές δομές στις υφιστάμενες τράπεζες, καθώς και υψηλό κόστος λειτουργίας, το οποίο πρέπει να περιορίσουν. «Αν δεν το κάνουμε εμείς ταχύτατα και αποτελεσματικά, αν εφησυχάσουμε και υποτιμήσουμε το “τσουνάμι” που έρχεται, θα υποστούμε βαριές συνέπειες και κάποιοι άλλοι θα καλύψουν το κενό, γιατί η χώρα, όπως κάθε χώρα, δεν θα μείνει στο τέλος χωρίς σύγχρονη τραπεζική και με ανταγωνιστικούς όρους χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση», κατέληξε ο κ. Καραμούζης.
Αισιόδοξος για τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να στηρίξει την απαιτούμενη αύξηση των επενδύσεων τα προσεχή χρόνια ήταν και ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης, εκτιμώντας παράλληλα ότι, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιούργησε η αποεπένδυση στη χώρα, θα πρέπει να τεθεί ως εθνικός στόχος η αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων στο ΑΕΠ κατά 12-15 εκατοστιαίες μονάδες. Η Ελλάδα, όπως σημείωσε, «μπορεί να στηριχθεί στο τραπεζικό της σύστημα, καθώς οι ελληνικές τράπεζες διευρύνουν τη δυνατότητα άντλησης αποταμιευτικών και δανειακών κεφαλαίων μέσα από τη σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητάς τους και την ανάκαμψη της οργανικής τους κερδοφορίας». Η ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας και της ρευστότητας τα επόμενα χρόνια αναμένεται να οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων, εκτίμησε ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank. Η προσπάθεια μπορεί πλέον να στηριχθεί στο ευνοϊκό κλίμα που διαμορφώνεται για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο στις αγορές ομολόγων και μετοχών, αλλά και στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον σημαντικών διεθνών επενδυτών για χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Την ανάγκη για ένα σύγχρονο και αναπτυξιακό τραπεζικό σύστημα επεσήμανε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Lyktos Group Μιχάλης Σάλλας, σημειώνοντας ωστόσο ότι «παρά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών και τη μικρή και πολύ εύθραυστη κερδοφορία, το πιστωτικό σύστημα της χώρας παραμένει ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης». Ο κ. Σάλλας χαρακτήρισε δύσκολο παζλ τη σημερινή κατάσταση των τραπεζών, που συνοψίζεται στα χαμηλά ίδια κεφάλαια, στο υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην περιορισμένη ρευστότητα.
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς ρυθμούς χορήγησης νέων δανείων, οδηγούν το τραπεζικό σύστημα σε υπολειτουργία, με τις συνέπειες να εντοπίζονται στη μεσαία επιχειρηματικότητα, που αδυνατεί να χρηματοδοτηθεί ανατροφοδοτώντας, όπως σημείωσε, την ύφεση. Το μεγάλο στοίχημα –υπογράμμισε– δεν είναι μόνον η ανάκτηση του επί μία δεκαετία χαμένου εδάφους, αλλά και η ταυτόχρονη προσαρμογή των τραπεζών στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η τεχνολογία σχεδιάζοντας νέες τραπεζικές εργασίες που θα τις βγάλουν, όπως είπε «από το σημερινό αδιέξοδο». Σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, ο κ. Σάλλας σημείωσε ότι «παρά τη βελτίωση, δεν έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν και απαιτούνται άμεσες λύσεις». Εκτίμησε δε ότι οι προτάσεις ΤΧΣ και ΤτΕ για τη συστημική αντιμετώπιση του θέματος «ήρθαν αρκετά αργά και συναντούν σημαντικές δυσκολίες στην υλοποίησή τους».