Οι Έλληνες εκτιμάται ότι θα εκλέξουν μία φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση την Κυριακή. Αλλά οι προοπτικές της δοκιμαζόμενης από την κρίση οικονομίας παραμένουν θολές. Αυτό επισημαίνει η Wall Street Journal σε εκτενές άρθρο, στο οποίο αναλύει τις επίμονες οικονομικές προκλήσεις για τη χώρα μας.
Η αμερικανική οικονομική εφημερίδα υπενθυμίζει πως το ελληνικό ΑΕΠ έχοντας υποστεί την βαθύτερη ύφεση, που έχει ζήσει ανεπτυγμένη οικονομία από τη δεκαετία του 1930, παραμένει 24% μικρότερο σε σχέση με το 2007.΄Όσο για τους πιστωτές της χώρας υπό τη Γερμανία επιμένουν στο να εμφανίζει η χώρα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα.
«Οι σκληροί όροι και στόχοι των πιστωτών έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε αποπνικτικά υψηλούς φόρους, πλήττοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα και συμβάλλοντας στη φυγή ειδικά νέων και μορφωμένων στο εξωτερικό» σημειώνει η εφημερίδα, ενώ προσθέτει ότι η γραφειοκρατία και ένα χρόνια βραδύ νομικό σύστημα έχουν σταθεί εμπόδιο σε προσάθειες μεταρρύθμισης, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παραμένει ένα από τα πιο δύσκολα μέρη για το επιχειρείν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η WSJ σχολιάζει ότι «ο συνεχιζόμενος οικονομικός πόνος είναι απόδειξη του τιμήματος για το πώς η Ευρώπη αντιμετώπισε την κρίση χρέους, που απείλησε να διαλύσει τη νομισματική ένωση». Υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, κλήθηκαν να εφαρμόσουν δραστικά μέτρα λιτότητας σε αντάλλαγμα για την οικονομική στήριξη, καθώς οι χώρες- πιστωτές ήταν διστακτικές στο να αναδιαρθρώσουν τα χρέη των χωρών αυτών, εξηγεί.
Σημειώνει ότι οι δημοσκοπήσεις θέλουν τη Νέα Δημοκρατία να κερδίζει τις εκλογές της Κυριακής και αναφέρει: «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με σπουδές στο Στάνφορντ και το Χάρβαρντ έχει υποσχεθεί να μειώσει φόρους και να καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική στις επενδύσεις με στόχο να διπλασιάσει τον ρυθμό ανάπτυξης, που σήμερα είναι στο 2%.
Ωστόσο έχει να αντιμετωπίσει από την άλλη και το αίτημα των πιστωτών για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. «Αν και η Ν.Δ. στηρίζει την εκστρατεία της σε μία πλατφόρμα φοροελαφρύνσεων, οι πιστωτές της Ελλάδας εξακολουθούν να έχουν αρκετό έλεγχο επί των οικονομικών θεμάτων, κάτι που σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια για τέτοια μέτρα είναι περιορισμένα» επισημαίνει σε σημείωμά της η Oxford Economics. «Χωρίς ουσιαστική αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού και του χρέους, δεν βλέπουμε την Ελλάδα να απομακρύνεται ιδιαίτερα από το μονοπάτι της ληθαργικής ανάπτυξης» συμπληρώνει. Σύμφωνα με τη WSJ η Oxford Economis υπολογίζει ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα επιστρέψει στα προ κρίσεως επίπεδα το 2033. It could take until 2033 for Greece’s GDP to recover to its precrisis level, according to Oxford Economics.
«Οι πιστωτές δεν άφησαν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, αλλά δεν έκαναν πολλά και για να φτιάξουν την οικονομία της» σχολιάζει στην αμερικανική εφημερίδα και ο Νομπελίστας οικονομολόγος, Χριστόφορος Ποισσαρίδης. «Διόρθωσαν το δημοσιονομικό πρόβλημα με έναν τρόπο που δεν θα επηρέαζε πολύ τις οικονομίες και το τραπεζικό σύστημά τους και είπαν πως πέρα από εκεί τα υπόλοιπα είναι ευθύνη της Ελλάδας» συμπληρώνει.
Από την πλευρά του ο Γκάμπριελ Στερν, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας της Oxford Εconomics, υπογραμμίζει ότι η αδυναμία να υλοποιηθούν βαθύτερες μεταρρυθμίσεις ύστερα από τρία μνημόνια, αποκαλύπτει την ισχυρή αντίσταση για αλλαγή από ελληνικούς θεσμούς και ομάδες συμφερόντων. Υπό τις συνθήκες αυτές αντιμετωπίζει με κάποιο σκεπτικισμό και την επόμενη κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το ποια αυτή θα είναι.
Πιο αισιόδοξος ο Πισσαρίδης πιστεύει πως αν ο Μητσοτάκης παρουσιάσει ένα καλό σχέδιο στους πιστωτές, τότε και εκείνοι μπορεί να χαλαρώσουν τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Πηγή: naftemporiki.gr